3,277,301
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμίγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ [[μέρος]] τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· [[αἰτέω]] σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον [[αἷμα]] ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· [[πρός]] τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., [[ἔρχομαι]] πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. [[δεῦρο]] Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἐπιμίσγω]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ἐπιμίγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ [[μέρος]] τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· [[αἰτέω]] σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον [[αἷμα]] ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· [[πρός]] τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., [[ἔρχομαι]] πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. [[δεῦρο]] Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἐπιμίσγω]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> mêler à : [[τί]] τινι une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se mêler à, avoir des relations avec : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιμίγνυμαι se mêler à, avoir des relations avec : τινι, [[παρά]] τινα avec qqn ; ταῖς πράξεσι PLUT se mêler aux affaires publiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} |