Anonymous

μόριον: Difference between revisions

From LSJ
2,390 bytes added ,  5 August 2017
6_21
(13_6b)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] τό, dim. von [[μόρος]], Theilchen, Stückchen; μέγ' ἀναλώσας ψυχῆς [[μόριον]], Eur. Andr. 542; in Prosa, Her. 2, 16. 7, 23; βραχεῖ μορίῳ ἡμέρας, Thuc. 1, 85; ἐν βραχεῖ μορίῳ, von der Zeit gesagt, 1, 141; vgl. noch 8, 46. 6, 92; Plat. oft u. Folgde. – Bei den Gramm. = Partikel. – Bei den Medic. ein Glied des menschlichen Körpers und des thierischen überhaupt, wie Arist. περὶ ζῴων μορίων geschrieben; bes. auch Geschlechtsglied, S. Emp. pyrrh. 3, 205; γόνιμον, Plut. fort. Rom. 10; γυναικεῖον, Luc. Dial. mort. 28, 2; ἀνδρεῖα, vit. auct. 6; τὰ γεννητικά, D. Sic. 1, 85. – Die Art als Unterabtheilung der Gattung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] τό, dim. von [[μόρος]], Theilchen, Stückchen; μέγ' ἀναλώσας ψυχῆς [[μόριον]], Eur. Andr. 542; in Prosa, Her. 2, 16. 7, 23; βραχεῖ μορίῳ ἡμέρας, Thuc. 1, 85; ἐν βραχεῖ μορίῳ, von der Zeit gesagt, 1, 141; vgl. noch 8, 46. 6, 92; Plat. oft u. Folgde. – Bei den Gramm. = Partikel. – Bei den Medic. ein Glied des menschlichen Körpers und des thierischen überhaupt, wie Arist. περὶ ζῴων μορίων geschrieben; bes. auch Geschlechtsglied, S. Emp. pyrrh. 3, 205; γόνιμον, Plut. fort. Rom. 10; γυναικεῖον, Luc. Dial. mort. 28, 2; ἀνδρεῖα, vit. auct. 6; τὰ γεννητικά, D. Sic. 1, 85. – Die Art als Unterabtheilung der Gattung, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μόριον''': τό, [[κυρίως]] ὑποκορ. τοῦ [[μόρος]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]], [[μερίς]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλάτ., κτλ.· ἐπὶ τμημάτων τῆς σφαίρας, Ἡρόδ. 2. 16· ἐπὶ τῶν μερῶν χώρας, Θουκ. 7. 58· ἐπὶ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν 2. 39· ψυχῆς μ. Εὐρ. Ἀνδρ. 541 βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Θουκ. 8. 46· βραχεῖ μ. ἡμέρας ὁ αὐτ. ἐν 1. 85, πρβλ. 141. ΙΙ. [[μέρος]] ἢ [[μέλος]] συστατικόν τινος, [[ὅθεν]] διάφορον τοῦ [[ἁπλῶς]] τοιούτου, εἰς ἃ τὸ [[εἶδος]] διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 25, 2· κατὰ [[μόριον]] γιγνόμεναι τέχναι, ἀντίθετ. τῷ περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 4. 1, 1. 2) [[ἐντεῦθεν]], τὰ μέρη ἢ [[μέλη]] σώματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 2· πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] τὸ περὶ ζῴων μορίων, de Partibus Animalium· - ἐν τῷ πληθ., ἰδίως τὰ γεννητικὰ μόρια τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀνδρεῖα μόρια Λουκ. Βίων Πρᾶσις 6· τὰ γεννητικὰ μόρια Διόδ. 1. 85· τὰ μόρια Πλούτ. 797F· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., μ. ἀνδρὸς γόνιμον [[αὐτόθι]] 323Β· μ. [[γυναικεῖον]] Λουκ. Νεκρικ. Διάλ. 28. 2. 3) ἐπὶ προσώπων, [[μέλος]] συμβουλίου τινός, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 17, πρβλ. 4. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ. [[μόριον]] ἐγκλιτικόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[λεξείδιον]] ἄκλιτον, «Ἴλιόν δε. τὸ δέ, οὐκ ἔστι [[μέρος]] λόγου, ἀλλὰ [[μόριον]]» Μέγ. Ἐτυμολ. 809. 9., 141. 47· - τοῦ λόγου τὰ μόρια, τὰ μέρη τοῦ λόγου, Διον. Ἁλ. V, 7. 11., 31, 8., 64, 18., κτλ., Πλούτ. 2. 731Ε. IV. ἐν τῇ Ἀριθμ., ὁ [[διαιρέτης]] ἀριθμοῦ τινος· [[ὡσαύτως]] [[κλάσμα]].
}}
}}