Anonymous

ἀλαός: Difference between revisions

From LSJ
1,815 bytes added ,  5 August 2017
6_16
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0089.png Seite 89]] όν (von ἀ privat. u. λάω sehen? [[ἀλάομαι]]?), blind; Hom. dreimal, Od. 8, 195 [[καί]] κ' [[ἀλαός]] τοι διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, 10, 493. 12, 267 Versanfang μάντηος ἀλαοῦ, Tiresias; Tragg. u. Alex. D.; in Prosa nicht. – Aeschyl. Eum. 322 ἀλαοί die Todten, Gegens. δεδορκότες; – Apoll. Rh. 2, 259 ἀλαὸν [[νέφος]], dunkele Wolke.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0089.png Seite 89]] όν (von ἀ privat. u. λάω sehen? [[ἀλάομαι]]?), blind; Hom. dreimal, Od. 8, 195 [[καί]] κ' [[ἀλαός]] τοι διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, 10, 493. 12, 267 Versanfang μάντηος ἀλαοῦ, Tiresias; Tragg. u. Alex. D.; in Prosa nicht. – Aeschyl. Eum. 322 ἀλαοί die Todten, Gegens. δεδορκότες; – Apoll. Rh. 2, 259 ἀλαὸν [[νέφος]], dunkele Wolke.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλαός''': -όν, = μὴ βλέπων, [[τυφλός]], Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· [[ἕλκος]] ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. [[τυφλότης]], Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], [[νέφος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. [[ἀόρατος]], [[ἀφανής]], [[ἀδιάγνωστος]], [[φθίσις]] ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ [[ὕπαρξις]] τοιούτου ῥήματος [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς [[εἶναι]] κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
}}
}}