Anonymous

ἀλαός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλαός''': -όν, = μὴ βλέπων, [[τυφλός]], Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· [[ἕλκος]] ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. [[τυφλότης]], Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], [[νέφος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. [[ἀόρατος]], [[ἀφανής]], [[ἀδιάγνωστος]], [[φθίσις]] ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ [[ὕπαρξις]] τοιούτου ῥήματος [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς [[εἶναι]] κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
|lstext='''ἀλαός''': -όν, = μὴ βλέπων, [[τυφλός]], Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· [[ἕλκος]] ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. [[τυφλότης]], Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], [[νέφος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. [[ἀόρατος]], [[ἀφανής]], [[ἀδιάγνωστος]], [[φθίσις]] ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ [[ὕπαρξις]] τοιούτου ῥήματος [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς [[εἶναι]] κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui ne voit pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> aveugle;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> [[οἱ]] ἀλαοί les morts;<br /><b>II.</b> qui empêche de voir : ἀλαὸν [[ἕλκος]] ὀμμάτων SOPH blessure des yeux qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λάω]]¹ ; sel. d’autres, apparenté à [[ἀλάομαι]].
}}
}}