Anonymous

προκαλέω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[καλέω]]), hervor- oder herausrufen, gew. med. zu sich heraus-, vorrufen; bes. zum Kampf herausfordern, Il. 13, 809 Od. 8, 142; u. mit dem Zusatze μαχέσασθαι, Il. 3, 432. 7, 39. 50; auch πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ, er forderte Alle zum Kampfe heraus, 7, 218. 285, Sp., προκαλεσάμενος τὸν Ἔρωτα κατεπάλαισεν [[εὐθύς]], Luc. D. D. 7, 3; εἰς ἀγῶνα, Conv. 20; τινὰ μάχῃ, Anacr. 12, 7. So οὐχ ἃ κρείττων ᾔδει ὤν, ταῦτα προὐκαλεῖτο τοὺς συνόντας, Xen. Cyr. 1, 4, 4; auch ἐς λόγους, Her. 4, 201; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν, Plat. Conv. 217 c. – Uebh. auffordern, ermuntern, veranlassen, zu Etwas, τινὰ ἐς λόγους, ἐς σπονδάς, ἐπὶ συμμαχίαν, Thuc. 3, 34. 4, 19. 5, 43, u. mit doppeltem. acc. der Person u. der Sache, προκαλεῖσθαί τινά τι, z. B. σπονδάς, εἰρήνην, Einen zum Frieden auffordern, ihm den Frieden vorschlagen, Ar. Ach. 627 Equ. 796; [[ἅπερ]] καὶ τὸ πρότερον [[ἤδη]] προὐκαλεσάμεθα, wozu wir auch schon früher aufforderten, was wir vorschlugen, Thuc. 2, 72, vgl. 73; αὐτῶν προκαλεσαμένων, auf ihre eigene Aufforderung, 4, 20, u. öfter; πολλὰ καὶ δίκαια προκαλεῖσθαί τινα, Dem. 30, 1; ἃ προὐκαλούμην αὐτόν, Plat. Euthyphr. 5 b, εἰπεῖν ἃ προκαλούμεθα, Legg. X, 885 e. συγ γυμνάζεσθαι αὐτὸν προὐκαλούμην, Conv. 217 b; προκαλεῖσθαι ἐπὶ τιμωρίαν, auffordern, Rache zu nehmen, Dem. 21, 226. καὶ παρορμῆσαι, Pol. 1, 1, 4; τινὰ εἰς διαλύσεις. 1, 31, 4, u. öfter; Sp., [[χεῖλος]] προκαλούμενον [[φίλημα]], die zum Kusse richtssprache = der Gegenpartei ein außergerichtliches Beweismittel zur Entscheidung eines Rechtsstreites in Vorschlag bringen, z. B. die Sache eines Schiedsrichter zu übergeben, Zeugen verhören, zulassen u. dgl. vgl. Antiph. 1, 6. 6, 23 ff.; τὴν ἐμὴν μὴτέρα τὸν αὐτὸν ὅρκον [[ὀμόσαι]] προὐκαλούμην, ich erbot mich, meine Mutter solle denselben Eid schwören, Dem. 55, 27, u. öfter; übh. vor Gericht fordern, προκαλοῦμαί δε τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον, Luc. Tim. 46. – Sich auf Jem. berufen, an ihn appelliren, περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων ἐπὶ Ῥωμαίους, Pol. 26, 2, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[καλέω]]), hervor- oder herausrufen, gew. med. zu sich heraus-, vorrufen; bes. zum Kampf herausfordern, Il. 13, 809 Od. 8, 142; u. mit dem Zusatze μαχέσασθαι, Il. 3, 432. 7, 39. 50; auch πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ, er forderte Alle zum Kampfe heraus, 7, 218. 285, Sp., προκαλεσάμενος τὸν Ἔρωτα κατεπάλαισεν [[εὐθύς]], Luc. D. D. 7, 3; εἰς ἀγῶνα, Conv. 20; τινὰ μάχῃ, Anacr. 12, 7. So οὐχ ἃ κρείττων ᾔδει ὤν, ταῦτα προὐκαλεῖτο τοὺς συνόντας, Xen. Cyr. 1, 4, 4; auch ἐς λόγους, Her. 4, 201; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν, Plat. Conv. 217 c. – Uebh. auffordern, ermuntern, veranlassen, zu Etwas, τινὰ ἐς λόγους, ἐς σπονδάς, ἐπὶ συμμαχίαν, Thuc. 3, 34. 4, 19. 5, 43, u. mit doppeltem. acc. der Person u. der Sache, προκαλεῖσθαί τινά τι, z. B. σπονδάς, εἰρήνην, Einen zum Frieden auffordern, ihm den Frieden vorschlagen, Ar. Ach. 627 Equ. 796; [[ἅπερ]] καὶ τὸ πρότερον [[ἤδη]] προὐκαλεσάμεθα, wozu wir auch schon früher aufforderten, was wir vorschlugen, Thuc. 2, 72, vgl. 73; αὐτῶν προκαλεσαμένων, auf ihre eigene Aufforderung, 4, 20, u. öfter; πολλὰ καὶ δίκαια προκαλεῖσθαί τινα, Dem. 30, 1; ἃ προὐκαλούμην αὐτόν, Plat. Euthyphr. 5 b, εἰπεῖν ἃ προκαλούμεθα, Legg. X, 885 e. συγ γυμνάζεσθαι αὐτὸν προὐκαλούμην, Conv. 217 b; προκαλεῖσθαι ἐπὶ τιμωρίαν, auffordern, Rache zu nehmen, Dem. 21, 226. καὶ παρορμῆσαι, Pol. 1, 1, 4; τινὰ εἰς διαλύσεις. 1, 31, 4, u. öfter; Sp., [[χεῖλος]] προκαλούμενον [[φίλημα]], die zum Kusse richtssprache = der Gegenpartei ein außergerichtliches Beweismittel zur Entscheidung eines Rechtsstreites in Vorschlag bringen, z. B. die Sache eines Schiedsrichter zu übergeben, Zeugen verhören, zulassen u. dgl. vgl. Antiph. 1, 6. 6, 23 ff.; τὴν ἐμὴν μὴτέρα τὸν αὐτὸν ὅρκον [[ὀμόσαι]] προὐκαλούμην, ich erbot mich, meine Mutter solle denselben Eid schwören, Dem. 55, 27, u. öfter; übh. vor Gericht fordern, προκαλοῦμαί δε τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον, Luc. Tim. 46. – Sich auf Jem. berufen, an ihn appelliren, περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων ἐπὶ Ῥωμαίους, Pol. 26, 2, 13.
}}
{{ls
|lstext='''προκᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῶ ἐμπρός, Δίων Κ. 44. 34· καὶ ἐν τῷ παθ., Πολύβ. 23. 9, 2. Β. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[προκαλῶ]] τινα ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, [[προκαλῶ]] τινα εἰς μάχην, Λατιν. provoco, [[Αἴας]] δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Ἰλ. Ν. 809, πρβλ. Ὀδ. Θ. 142· ἴθι νῦν προκάλεσσαι... Μενέλαον [[ἐξαῦτις]] μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 432, πρβλ. Η. 39· πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ [[αὐτόθι]] 218· οὕτω [[μετέπειτα]], πρ. εἰς ἀγῶνα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, Λουκ. Συμπ. 20· εἰς μονομαχίαν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 24· μάχῃ Ἀνακρεόντ. 12. 7· [[ταῦτα]] πρ. τοὺς συνόντας, οὕτω..., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· ― [[προκαλῶ]] εἰς πότον, Κριτίας 2. 7· πρ. τινα συμπαίζειν Ἀνακρ. 13· ― παροιμ., ἱππεῖς εἰς [[πεδίον]] προκαλεῖ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, ἐπὶ ἀνθρώπου προκαλοῦντος ἕτερον εἰς ὅ,τι [[ἐκεῖνος]] ἀκριβῶς ἐξέχει, Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 3. 2) [[προκαλῶ]] ἐκ τῶν προτέρων, τινα ἐς λόγους Ἡρόδ. 4. 201, Θουκ. 3. 34· ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου ὁ αὐτ. 4. 19· ἐπὶ ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 5. 43· ἐπὶ τιμωρίαν Δημ. 586. 20· πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Πλάτ. Συμπ. 217C· [ἰχθῦς] πρὸς τὴν θήραν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 20· βουλόμενος προκαλεῖσθαι πρὸς ἑαυτόν, [[θέλω]] νὰ προσελκύῃ πρὸς ἑαυτόν, Πολύβ. 3. 77, 7. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Ἀποσπ. 903, κτλ.· πρ. τινα ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἰσοκρ. 100C· εἰρήνην ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, κτλ.· προκαλούμεθα δ’ ὑμᾶς φίλοι [[εἶναι]] καὶ ἐκ τῆς γῆς ὑμῶν ἀναχωρῆσαι Θουκ. 5. 112· ἐπὶ πραγμάτων, προκαλεῖται παρασκευάζειν τι, προσκαλεῖ, παραινεῖ, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 12, 1· ― [[ὡσαύτως]], πρ. εἰ βούλοιντο... Θουκ. 4. 30. 4) ἀπολ., αὐτῶν προκαλεσαμένων, κατὰ πρόσκλησιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 4. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 451C· ― ἐπικαλοῦμαι, ἀποτείνομαι [[πρός]] τινα, προκαλεῖσθαι ἐπί τινα [[περί]] τινος Πολύβ. 26. 2, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[προτείνω]], [[προσφέρω]], προκαλ. δίκην Θουκ. 1. 39· πολλά, [[ταῦτα]], κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 984, Θουκ. 2. 72, 73, κτλ.· τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. 5. 37· τὰς σπονδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 796· καὶ μετ’ αἰτ. προσώπ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 652, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρονα 5Α, Χαρμ. 169C. 2) ὡς Ἀττικ. δικανικὸς ὅρος, προσφέρομαι νὰ διευκολύνω τὴν ἀπόφασιν ἢ [[προκαλῶ]] τὸν ἀντίδικον νὰ διευκολύνῃ τὴν ἀπόφασιν, [[οἷον]] διὰ διορισμοῦ διαιτητῶν, διὰ τοῦ βασανισμοῦ δούλων, πρὸς μαρτυρίαν, κτλ., προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμῖν (ἴδε [[πρόκλησις]]) Δημ. 969 ἐν τέλ., πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 15· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπ., [[προκαλῶ]] τινα, ὁ αὐτ. 144. 6· [[ὡσαύτως]], πρ. τινα εἰς πᾶν ὁ αὐτ. [[αὐτόθι]] 22· εἰς ἀντίδοσιν Λυσ. 169. 12· εἰς ὅρκον Δημ. 1240. 27, πρβλ. Ἰσαῖ. 59. 22· ἔτι, πρ. τινά τι, προσφέρομαι, ὁ αὐτ. 1168. 7, πρβλ. 978. 16., 1021. 16· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., πρ. τὴν μητέρα [[ὀμόσαι]], προσφέρομαι νὰ προσαγάγω αὐτὴν [[ὅπως]] ὀμόσῃ, Δημ. 1279. 15· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρεμφ., πρ. ἐθέλειν ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. 829. 12, πρβλ. 1265. 13· [[ὡσαύτως]], πρ. κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Δημ. 850. 13. ― Παθ., πρ. ἐς κρίσιν [[περί]] τινος Θουκ. 2. 34. ΙΙΙ. [[προκαλῶ]] τι νὰ ἐμφανισθῇ, προκαλούμεθ’ εὐγένειαν, ὦ γέρον, [[σέθεν]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 308· τὸν θησαυρὸν ἐς τοὐμφανὲς Λουκ. Τίμ. 41. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προκαλεῖσθαι· ποτὲ μὲν ἐπὶ τοῦ ἀλαζονικοῦ, εἰς ἅμιλλαν ἀρετῆς καλεῖσθαί τινα· ποτὲ δὲ ἐπὶ τοῦ ἀγομένου καὶ προτρεπομένου», καὶ «προκαλεῖται· καλεῖ, προτρέπει». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. κ΄.
}}
}}