προκαλέω
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
A call forth, D.C.44.34:—Pass., Plb.22.9.2; to be evoked, Epicur.Fr. 411.
B mostly Med., call out to fight, challenge, Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Il.13.809, cf. Od.8.142; ἴθι νῦν προκάλεσσαι… Μενέλαον ἐξαῦτις μαχέσασθαι Il.3.432, cf. 7.39; προκαλέσσατο χάρμῃ ib.218; so, later, προκαλέω εἰς ἀγῶνα X.Mem.2.3.17, cf. Luc.Symp.20; εἰς μονομαχίαν Ael.VH1.24; μάχῃ Anacreont.12.7; ταῦτα π. τοὺς συνόντας thus... X.Cyr.1.4.4; challenge to drink, Critias Fr.6.7 D.; προκαλέω τινὰ συμπαίζειν; συγγυμνάζεσθαι, Anacr.14.4, Pl.Smp.217c: prov., ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, of one who challenges another in his own department, Id.Tht.183d, cf. Men.268.
2 invite or summon, τινὰ ἐς λόγους Hdt.4.201, Th.3.34; ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου Id.4.19; ἐπὶ ξυμμαχίαν Id.5.43; ἐπὶ τιμωρίαν D.21.226; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Pl.Smp.217c; [ἰχθῦς] πρὸς τὴν θήραν π. entice them out, Arist.HA534a17; πρὸς αὑτόν τινας endeavour to attach them to oneself, Plb.3.77.7.
3 c. acc. et inf., invite one to do... Trag.Adesp. 165 (= Com.Adesp.1295), etc.; προκαλέω τινὰ ἐς λόγον ἐλθεῖν Isoc.5.91; εἰρήνην ποιεῖσθαι X.HG2.2.15, cf. Pl.Euthd.294b, etc.; προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ τῆς γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι Th.5.112; of things, αὐτὰ (sc. τὰ πράγματα) προκαλεῖται παρασκευάζειν τι invite, admonish, Arist.Pol.1331a22: also π. εἰ βούλοιντο…, c. inf., Th.4.30.
4 abs., αὐτῶν προκαλεσαμένων at or after their invitation, ib. 20, cf. Pl.R.451c; appeal, προκαλεῖσθαι περί τινος ἐπὶ Ῥωμαίους Plb.24.9.13.
II c. acc. rei, offer, propose, δίκην Th.1.39, cf. 2.72, 73, Ar. Ach.984, etc.; τὰ εἰρημένα Th.5.37; τὰς σπονδάς Ar.Eq.796: with acc. pers. added, προκαλεῖσθαί τινας τὴν εἰρήνην offer them peace, Id.Ach. 652, cf. Pl.Euthphr.5a, Chrm.169c.
2 law-term, make an offer or make a challenge to the opponent for bringing about a decision, e.g. for submitting the case to arbitration, letting slaves be put to the torture, etc., προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμᾶς D.37.12, cf. 40.44, Antipho 1.6: c. acc. pers., challenge him, Id.6.23; προκαλέω εἰς πάντα τινάς ib.26; εἰς ἀντίδοσιν Lys.24.9; εἰς ὅρκον D.52.17; εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν Is.6.31 (leg. προσκαλέω); προκαλέω τινά τι make one an offer, D.48.4, cf. 37.42: c. acc. et inf., προκαλέω τὴν μητέρα ὀμόσαι offer that she should take an oath, Id.55.27: c. inf. only, π. ἐθέλειν ἐπιδεῖξαι Id.27.50, cf. 54.27; also προκαλέω κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Id.29.20 (προσκαλέω codd.):—Pass., προκαλέω περὶ Ἐπιδάμνου ἐς κρίσιν Th.l.34.
III call up or call forth, εὐγένειαν E.HF308; τὸν Θησαυρὸν ἐς τουμφανές Luc.Tim.41; τρίχας Dsc.2.151.
German (Pape)
[Seite 727] (s. καλέω), hervor- oder herausrufen, gew. med. zu sich heraus-, vorrufen; bes. zum Kampf herausfordern, Il. 13, 809 Od. 8, 142; u. mit dem Zusatze μαχέσασθαι, Il. 3, 432. 7, 39. 50; auch πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ, er forderte Alle zum Kampfe heraus, 7, 218. 285, Sp., προκαλεσάμενος τὸν Ἔρωτα κατεπάλαισεν εὐθύς, Luc. D. D. 7, 3; εἰς ἀγῶνα, Conv. 20; τινὰ μάχῃ, Anacr. 12, 7. So οὐχ ἃ κρείττων ᾔδει ὤν, ταῦτα προὐκαλεῖτο τοὺς συνόντας, Xen. Cyr. 1, 4, 4; auch ἐς λόγους, Her. 4, 201; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν, Plat. Conv. 217 c. – Übh. auffordern, ermuntern, veranlassen, zu Etwas, τινὰ ἐς λόγους, ἐς σπονδάς, ἐπὶ συμμαχίαν, Thuc. 3, 34. 4, 19. 5, 43, u. mit doppeltem. acc. der Person u. der Sache, προκαλεῖσθαί τινά τι, z. B. σπονδάς, εἰρήνην, Einen zum Frieden auffordern, ihm den Frieden vorschlagen, Ar. Ach. 627 Equ. 796; ἅπερ καὶ τὸ πρότερον ἤδη προὐκαλεσάμεθα, wozu wir auch schon früher aufforderten, was wir vorschlugen, Thuc. 2, 72, vgl. 73; αὐτῶν προκαλεσαμένων, auf ihre eigene Aufforderung, 4, 20, u. öfter; πολλὰ καὶ δίκαια προκαλεῖσθαί τινα, Dem. 30, 1; ἃ προὐκαλούμην αὐτόν, Plat. Euthyphr. 5 b, εἰπεῖν ἃ προκαλούμεθα, Legg. X, 885 e. συγ γυμνάζεσθαι αὐτὸν προὐκαλούμην, Conv. 217 b; προκαλεῖσθαι ἐπὶ τιμωρίαν, auffordern, Rache zu nehmen, Dem. 21, 226. καὶ παρορμῆσαι, Pol. 1, 1, 4; τινὰ εἰς διαλύσεις. 1, 31, 4, u. öfter; Sp., χεῖλος προκαλούμενον φίλημα, die zum Kusse richtssprache = der Gegenpartei ein außergerichtliches Beweismittel zur Entscheidung eines Rechtsstreites in Vorschlag bringen, z. B. die Sache eines Schiedsrichter zu übergeben, Zeugen verhören, zulassen u. dgl. vgl. Antiph. 1, 6. 6, 23 ff.; τὴν ἐμὴν μὴτέρα τὸν αὐτὸν ὅρκον ὀμόσαι προὐκαλούμην, ich erbot mich, meine Mutter solle denselben Eid schwören, Dem. 55, 27, u. öfter; übh. vor Gericht fordern, προκαλοῦμαί δε τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον, Luc. Tim. 46. – Sich auf Jem. berufen, an ihn appelliren, περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων ἐπὶ Ῥωμαίους, Pol. 26, 2, 13.
French (Bailly abrégé)
προκαλῶ :
appeler au dehors;
Moy. προκαλέομαι, προκαλοῦμαι appeler en son nom :
1 provoquer : τινα χαρμῇ IL qqn à un combat ; εἰς ἀγῶνα XÉN provoquer à une lutte ; avec l'inf. προκαλεῖν μάχεσθαι IL provoquer à combattre;
2 inviter, engager : προκαλεῖσθαί τινα ἔς τι inviter qqn à qch;
3 exhorter, exciter : τινα ἔς τι ou ἐπί τι qqn à qch, presser qqn de faire qch;
4 assigner en justice.
Étymologie: πρό, καλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καλέω, meestal med., Ion. ptc. praes. προκαλεύμενος, imperf. προεκαλούμην en προυκαλούμην, Ion. imperf. med. 3 sing. προεκαλέετο; aor. med. προεκαλεσάμην en προυκ -, ep. aor. προκαλεσσάμην, ep. conj. 3 sing. προκαλέσσεται; naar voren roepen uitdagen (tot); met (acc. en) dat..; π. χάρμῃ uitdagen tot de strijd Il. 7.218; met acc. en inf..; συγγυμνάζεσθαι προυκαλούμην αὐτόν ik daagde hem uit mee te trainen Plat. Smp. 217c; met acc. en acc. v. h. inw. obj.. οὐχ... ταῦτα προυκαλεῖτο τοὺς συνόντας daartoe daagde hij zijn kameraden niet uit Xen. Cyr. 1.4.4. uitnodigen (tot): met acc. van pers. en doelbep..; τινὰ εἰς λόγους uitnodigen tot onderhandelingen Hdt. 4.201.2; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν om samen te dineren Plat. Smp. 217c; met acc. en inf..; π.... τοὺς ἄλλους ἡγέμονας εἰς λόγον ἐλθεῖν de andere leiders uitnodigen voor overleg Isocr. 5.91; met acc. v. h. inw. obj..; τὰς σπονδάς π. wapenstilstand aanbieden Aristoph. Eq. 796; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; ὑμᾶς... τὴν εἰρήνην προκαλοῦνται zij stellen jullie vrede voor Aristoph. Ach. 652; naar voren roepen:; ἐκ τοῦ βάθους τὸν Θησαυρὸν ἐς τοὐμφανές π. Thesaurus uit de diepte tevoorschijn roepen Luc. 25.41; overdr.. προκαλούμεθ’ εὐγένειαν... σέθεν ik doe een beroep op uw adeldom Eur. HF 308. jur. (voor het gerecht) oproepen (tot); met acc. en inf..; προκαλοῦνται αὐτὸν οἱ γεννῆται πρὸς τῷ διαιτητῇ ὀμόσαι zijn familieleden vorderden dat hij een eed aflegde voor de scheidsrechter Apollod. [Dem.] 59.60; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; αὐτὰ ταῦτα προκαλεῖσθαι αὐτόν juist dat van hem te vorderen Plat. Euthyph. 5a; met acc. van pers. en doelbep..; εἰ... προκαλεσαίμην αὐτὸν εἰς ἀντίδοσιν als ik hem zou dagen tot vermogensruil Lys. 24.9; pass.. προκληθέντες... περί Ἐπιδάμνου ἐς κρίσιν gedaagd tot een scheidsgerecht inzake Epidamnos Thuc. 1.34.2.
Russian (Dvoretsky)
προκᾰλέω: (преимущ. med.)
1 вызывать, бросать вызов (τινα μάχεσθαι и τινα χάρμῃ Hom.; τινα μάχῃ Anacr.; τινα εἰς ἀγῶνα Plat.): προκαλεῖσθαί τινα εἰς λόγους Plat. вызывать кого-л. на разговор (ср. 3);
2 обращаться с призывом, призывать: προκαλεῖσθαι εὐγένειάν τινος Eur. взывать к чьему-л. благородству;
3 звать, приглашать (πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Plat.; πρὸς τὴν θήραν Arst.; ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου Thuc.; ἐπὶ τιμωρίαν Dem.): προκαλεῖσθαί τινα ἐς λόγους Her. приглашать кого-л. для переговоров (ср. 1);
4 (раньше), предлагать (τι Thuc.; τινά τι Arph., Plat., Dem.): ἐπιεικῆ καὶ μέτρια προκαλεῖσθαι Plut. делать справедливые и умеренные предложения;
5 юр. вызывать (εἰς μαρτυρίαν Dem.); προκαλεῖσθαί τινά τινος εἰς Ἄρειον πάγον Luc. вызывать кого-л. на суд по обвинению в чем-л.;
6 призывать в свидетели, ссылаться: προκαλεῖσθαι ἐπί τινα περί τινος Polyb. ссылаться на кого-л. в связи с чем-л.;
7 вызывать, причинять (καρποί τινες Ἀφροδίτην προκαλοῦνται Arst.);
8 возбуждать, раздражать (ἀλλήλους NT).
English (Thayer)
προκάλω: present middle participle προκαλούμενος; to call forth (cf. πρό, d. α.); middle to call forth to oneself, especially to challenge to a combat or contest with one; often so from Homer down; hence, to provoke, to irritate: εἰς ὠμότητα καί ὀργήν, Herodian, 7,1, 11,4edition, Bekker)).
Greek Monotonic
προκᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. καλώ εμπρός, κυρίως σε Μέσ., γʹ ενικ. Επικ. αόρ. αʹ προκαλέσσατο, προστ. προκάλεσσαι·
1. καλώ σε μάχη, προκαλώ σε αναμέτρηση, προκαλώ, Λατ. provoco, σε Όμηρ.· ομοίως, προκαλέω εἰς ἀγῶνα, σε Ξεν.
2. προσκαλώ εκ των προτέρων ή καλώ, τινὰ ἐς λόγους, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς σπονδάς, σε Θουκ.· ἐπὶ ξυμμαχίαν, στον ίδ.
3. με αιτ. και απαρ., προσκαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. κ.λπ.
4. απόλ., αὐτῶν προκαλεσαμένων, στην ή έπειτα από την πρόσκλησή τους, στον ίδ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., προσφέρω ή προτείνω, δίκην, στον ίδ.· τὰς σπονδάς, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. να ακολουθ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην, προσφέρω σε κάποιον ειρήνη, στον ίδ.
2. ως Αττ. δικανικός όρος, κάνω μια προσφορά ή προκαλώ τον αντίδικο, να διευκολύνει την απόφαση αποδεχόμενος την λύση της υπόθεσης με τη διαιτησία, αφήνω τους δούλους να υποστούν βασανιστήρια, σε Δημ.· πρβλ. πρόκλησις — Παθ., προκαλέω ἐς κρίσιν περί τινος, σε Θουκ.
III. προσκαλώ να εμφανιστεί κάτι, εὐγένειαν, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προκᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἐμπρός, Δίων Κ. 44. 34· καὶ ἐν τῷ παθ., Πολύβ. 23. 9, 2. Β. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προκαλῶ τινα ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, προκαλῶ τινα εἰς μάχην, Λατιν. provoco, Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Ἰλ. Ν. 809, πρβλ. Ὀδ. Θ. 142· ἴθι νῦν προκάλεσσαι... Μενέλαον ἐξαῦτις μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 432, πρβλ. Η. 39· πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ αὐτόθι 218· οὕτω μετέπειτα, πρ. εἰς ἀγῶνα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, Λουκ. Συμπ. 20· εἰς μονομαχίαν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 24· μάχῃ Ἀνακρεόντ. 12. 7· ταῦτα πρ. τοὺς συνόντας, οὕτω..., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· ― προκαλῶ εἰς πότον, Κριτίας 2. 7· πρ. τινα συμπαίζειν Ἀνακρ. 13· ― παροιμ., ἱππεῖς εἰς πεδίον προκαλεῖ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, ἐπὶ ἀνθρώπου προκαλοῦντος ἕτερον εἰς ὅ,τι ἐκεῖνος ἀκριβῶς ἐξέχει, Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 3. 2) προκαλῶ ἐκ τῶν προτέρων, τινα ἐς λόγους Ἡρόδ. 4. 201, Θουκ. 3. 34· ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου ὁ αὐτ. 4. 19· ἐπὶ ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 5. 43· ἐπὶ τιμωρίαν Δημ. 586. 20· πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Πλάτ. Συμπ. 217C· [ἰχθῦς] πρὸς τὴν θήραν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 20· βουλόμενος προκαλεῖσθαι πρὸς ἑαυτόν, θέλω νὰ προσελκύῃ πρὸς ἑαυτόν, Πολύβ. 3. 77, 7. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Ἀποσπ. 903, κτλ.· πρ. τινα ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἰσοκρ. 100C· εἰρήνην ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, κτλ.· προκαλούμεθα δ’ ὑμᾶς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ τῆς γῆς ὑμῶν ἀναχωρῆσαι Θουκ. 5. 112· ἐπὶ πραγμάτων, προκαλεῖται παρασκευάζειν τι, προσκαλεῖ, παραινεῖ, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 12, 1· ― ὡσαύτως, πρ. εἰ βούλοιντο... Θουκ. 4. 30. 4) ἀπολ., αὐτῶν προκαλεσαμένων, κατὰ πρόσκλησιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 4. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 451C· ― ἐπικαλοῦμαι, ἀποτείνομαι πρός τινα, προκαλεῖσθαι ἐπί τινα περί τινος Πολύβ. 26. 2, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., προτείνω, προσφέρω, προκαλ. δίκην Θουκ. 1. 39· πολλά, ταῦτα, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 984, Θουκ. 2. 72, 73, κτλ.· τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. 5. 37· τὰς σπονδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 796· καὶ μετ’ αἰτ. προσώπ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 652, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρονα 5Α, Χαρμ. 169C. 2) ὡς Ἀττικ. δικανικὸς ὅρος, προσφέρομαι νὰ διευκολύνω τὴν ἀπόφασιν ἢ προκαλῶ τὸν ἀντίδικον νὰ διευκολύνῃ τὴν ἀπόφασιν, οἷον διὰ διορισμοῦ διαιτητῶν, διὰ τοῦ βασανισμοῦ δούλων, πρὸς μαρτυρίαν, κτλ., προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμῖν (ἴδε πρόκλησις) Δημ. 969 ἐν τέλ., πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 15· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπ., προκαλῶ τινα, ὁ αὐτ. 144. 6· ὡσαύτως, πρ. τινα εἰς πᾶν ὁ αὐτ. αὐτόθι 22· εἰς ἀντίδοσιν Λυσ. 169. 12· εἰς ὅρκον Δημ. 1240. 27, πρβλ. Ἰσαῖ. 59. 22· ἔτι, πρ. τινά τι, προσφέρομαι, ὁ αὐτ. 1168. 7, πρβλ. 978. 16., 1021. 16· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., πρ. τὴν μητέρα ὀμόσαι, προσφέρομαι νὰ προσαγάγω αὐτὴν ὅπως ὀμόσῃ, Δημ. 1279. 15· μετὰ μόνου ἀπαρεμφ., πρ. ἐθέλειν ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. 829. 12, πρβλ. 1265. 13· ὡσαύτως, πρ. κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Δημ. 850. 13. ― Παθ., πρ. ἐς κρίσιν περί τινος Θουκ. 2. 34. ΙΙΙ. προκαλῶ τι νὰ ἐμφανισθῇ, προκαλούμεθ’ εὐγένειαν, ὦ γέρον, σέθεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 308· τὸν θησαυρὸν ἐς τοὐμφανὲς Λουκ. Τίμ. 41. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προκαλεῖσθαι· ποτὲ μὲν ἐπὶ τοῦ ἀλαζονικοῦ, εἰς ἅμιλλαν ἀρετῆς καλεῖσθαί τινα· ποτὲ δὲ ἐπὶ τοῦ ἀγομένου καὶ προτρεπομένου», καὶ «προκαλεῖται· καλεῖ, προτρέπει». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. κ΄.
Middle Liddell
fut. έσω
I. to call forth: mostly in Mid., 3 sg. epic aor1 προκαλέσσατο, imperat. προκάλεσσαι;— to call out to fight, challenge, defy, Lat. provoco, Hom.; so, πρ. εἰς ἀγῶνα Xen.
2. to invite or summon beforehand, τινὰ ἐς λόγους Hdt., Thuc.; ἐς σπονδάς Thuc.; ἐπὶ ξυμμαχίαν Thuc.
3. c. acc. et inf. to invite one to do, Thuc., etc.
4. absol., αὐτῶν προκαλεσαμένων at or after their invitation, Thuc.
II. c. acc. rei, to offer or propose, δίκην Thuc.; τὰς σπονδάς Ar.; c. acc. pers. added, προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην to offer one peace, Ar.
2. as Attic law-term, to make an offer or challenge to the opponent, such as to submit the case to arbitration, let slaves be put to the torture, Dem.; cf. πρόκλησις;— Pass., πρ. ἐς κρίσιν περί τινος Thuc.
III. to call up or forth, εὐγένειαν Eur.
Chinese
原文音譯:prokalšomai 普羅-卡累哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-召
字義溯源:喚起,引起,激怒,挑戰,惹氣;由(πρό)*=前)與(καλέω)=召)組成;其中 (καλέω)出自(κελεύω)=激勵),而 (κελεύω)又出自(κελεύω)X*=力言)。參讀 (ἐρεθίζω)同義字比較: (καλέω)=召
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 惹氣(1) 加5:26
Lexicon Thucydideum
provocare, to challenge, defy, 5.41.2,
proponere, to propose, 2.72.1. 2.72.2, 2.73.1. 2.74.1. 2.74.3, 3.13.1. 4.20.1. 4.20.3. 4.22.3. 4.30.4. 5.37.5. 5.88.1. 5.111.4, 5.112.3.
invitare, to invite, summon, 3.34.3, 4.19.1, 5.43.3,
in ius vocare, to summon to court, 1.39.1, 7.18.2,
item Ib. likewise there 7.3.1.
PASS. 1.34.2.