Anonymous

τρίβω: Difference between revisions

From LSJ
7,951 bytes added ,  5 August 2017
6_3
(13_7_2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1140.png Seite 1140]] fut. τρίψω, aor. pass. ἐτρίφθην, Thuc. 2, 77, gew. ἐτρίβην [in diesem temp. mit kurzem ι], fut. pass. τρίψομαι, 6, 18. 7, 42; – <b class="b2">reiben</b>; τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐν ἀλωῇ, Il. 20, 496, dreschen, eigtl. ausreiben, das Korn wurde mit Walzen ausgedroschen; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, herumdrehen, Od. 9, 333; χρυσὸν βασάνῳ, Gold am Probirstein reiben, um seine Reinheit auszumitteln, Theogn. 450; sp. D., [[φάρμακον]] Strat. 11 (XII, 13); Plat. Phaed. 117 b u. öfter, ἔτριψε τῇ χειρὶ τὸ [[σκέλος]] Phaed. 60 b. – Bes.<b class="b2"> abreiben</b>, abnutzen, abtragen, τετριμμένοι τὰ ἐπ' ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων, Her. 2, 93; bes. von Kleidern und von Wegen, [[δίκτυον]] τριβέν En. ad. 129 (VI, 24), ἀτραπὸς τετριμμένη Ar. Ran. 123. – Dah. von Personen aufreiben, entkräften, schwächen, μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσιν, nutzt cure Kräfte nicht ab, Il. 23, 735; ἀλλήλους τρίβουσι σκολιῇσι δίκῃσι Hes. O. 251, sie reiben einander od. ihr Vermögen durch Rechtshändel auf; τριβόμενος [[λαός]], Her. 2, 124, ein gemißhandeltes Volk; auch Geld und Gut aufzehren, mit δαπανᾶσθαι vrbdn, 2, 37; [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις αὐθένταισιν, Aesch. Ag. 1554; Thuc. a. a. O. und öfter; τῶν στρατιωτῶν τετριμμένων ὑπὸ τῆς κακοπαθείας, Pol. 10, 13, 11; τριβέντες ὑπὸ τύφου, Luc. Paras. 52. – Pass. sich verweilen, Aesch. Eum. 186; sich mit einer Sache viel beschäftigen, sich darin üben, πολέμῳ, Her. 3, 124; ἀμφ' ἀρετῇ, Theogn. 465. – Später auch so im act., τί, Etwas treiben, üben, βίον, eine Lebensart führen, z. B. δυστυχῆ, ein unglückliches Leben führen, Soph. El. 592; νησιώτην, Eur. Heracl. 86; γεωργικόν, Ar. Pax 576; λυπηρόν, D. Hal. 1, 56; aber πόλεμον τρίβειν, einen Krieg in die Länge ziehen, Pol. 2, 63, 4; Iulian. Caes. 19, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1140.png Seite 1140]] fut. τρίψω, aor. pass. ἐτρίφθην, Thuc. 2, 77, gew. ἐτρίβην [in diesem temp. mit kurzem ι], fut. pass. τρίψομαι, 6, 18. 7, 42; – <b class="b2">reiben</b>; τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐν ἀλωῇ, Il. 20, 496, dreschen, eigtl. ausreiben, das Korn wurde mit Walzen ausgedroschen; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, herumdrehen, Od. 9, 333; χρυσὸν βασάνῳ, Gold am Probirstein reiben, um seine Reinheit auszumitteln, Theogn. 450; sp. D., [[φάρμακον]] Strat. 11 (XII, 13); Plat. Phaed. 117 b u. öfter, ἔτριψε τῇ χειρὶ τὸ [[σκέλος]] Phaed. 60 b. – Bes.<b class="b2"> abreiben</b>, abnutzen, abtragen, τετριμμένοι τὰ ἐπ' ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων, Her. 2, 93; bes. von Kleidern und von Wegen, [[δίκτυον]] τριβέν En. ad. 129 (VI, 24), ἀτραπὸς τετριμμένη Ar. Ran. 123. – Dah. von Personen aufreiben, entkräften, schwächen, μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσιν, nutzt cure Kräfte nicht ab, Il. 23, 735; ἀλλήλους τρίβουσι σκολιῇσι δίκῃσι Hes. O. 251, sie reiben einander od. ihr Vermögen durch Rechtshändel auf; τριβόμενος [[λαός]], Her. 2, 124, ein gemißhandeltes Volk; auch Geld und Gut aufzehren, mit δαπανᾶσθαι vrbdn, 2, 37; [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις αὐθένταισιν, Aesch. Ag. 1554; Thuc. a. a. O. und öfter; τῶν στρατιωτῶν τετριμμένων ὑπὸ τῆς κακοπαθείας, Pol. 10, 13, 11; τριβέντες ὑπὸ τύφου, Luc. Paras. 52. – Pass. sich verweilen, Aesch. Eum. 186; sich mit einer Sache viel beschäftigen, sich darin üben, πολέμῳ, Her. 3, 124; ἀμφ' ἀρετῇ, Theogn. 465. – Später auch so im act., τί, Etwas treiben, üben, βίον, eine Lebensart führen, z. B. δυστυχῆ, ein unglückliches Leben führen, Soph. El. 592; νησιώτην, Eur. Heracl. 86; γεωργικόν, Ar. Pax 576; λυπηρόν, D. Hal. 1, 56; aber πόλεμον τρίβειν, einen Krieg in die Länge ziehen, Pol. 2, 63, 4; Iulian. Caes. 19, 10.
}}
{{ls
|lstext='''τρίβω''': [ῑ], μέλλ. τρίψω· ἀόρ. ἔτριψα, ἀπαρ. τρῖψαι Ὀδ. Ι. 333, κτλ.· πρκμ. τέτρῐφα (συν-) Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 4. - Μέσ., μέλλ. τρίψομαι (προσ-) Ἀντιφῶν 127. 2· ἀόρ. ἐτριψάμην Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 25. - Παθητ., μέλλ. τριφθήσομαι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, κλπ.· τρῐβήσομαι Πλουτ. Δίων 25, (ἐκ-) Σοφ. Ο. Τ. 428, (κατα-) Ξεν.· [[ὡσαύτως]] τετρίψομαι (ἐπι-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 346· καὶ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασ., Θουκ. 6. 18., 7. 42· - ἀόριστ. ἐτρίφθην ὁ αὐτ. 2. 77· τριφθῆναι Κωμικ. Ἀποσπ. (Ἀντιφ.) 3, 54, (δια) Δημ. 393. 1· συχνότερον ἀόρ. β΄ ἐτρίβην [ῐ], Ἀριστ. Προβλ. 10. 27· (δι-) Ἡρόδ. 7. 120, Θουκ.· (ἐπ-) [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· (κατ-) Πλάτ.· (συν-) Ἀριστοφάν., κλπ.· - πρκμ. τέτριμμαι Πλάτ. Φαίδων 116D· Ἰωνικ. γ΄ πληθ. τετρίφᾰται Ἡρόδ. 2. 98. Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, προσ-[[τρίβω]]. [ῐ μόνον ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄, ὡς καὶ ἐν συνθέτοις, ἅτινα κατὰ τὸ πλεῖστον παράγονται ἐκ τοῦ ἀορίστ. β΄]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[τείρω]]). Τρίβω, δηλ. [[ἁλωνίζω]] σῖτον, [[διότι]] τὸ ἁλώνισμα ἐτελεῖτο διὰ τῆς τριβῆς τῆς γινομένης διὰ τοῦ πατήματος τῶν βοῶν ἢ διὰ κυλίνδρῳν ἐπικυλιομένων, ὡς δ’ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ’ ἐριμύκων, ὣς Ἰλ. Υ. 496· μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, νὰ περιστρέψῃ αὐτὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 333· ἄπεφθον χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] τριβόμενον βασάνῳ δηλ. Λυδίᾳ λίθῳ (πρβλ. [[παρατρίβω]]), Θέογν. 450· τρ. μᾶζαν Ἀριστοφ. Εἰρ. 8, κλπ.· τρ. τὸ [[σκέλος]] Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 46Α· τρ. τὴν κεφαλήν, εἰς ἔνδειξιν στενοχωρίας, Αἰσχίν. 34. 26· ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τρ. Ξενοφ. Ἱππ. 5. 5· τὸν [[πόδα]] μύροις τρ. Εὔβουλος ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] ἐπὶ τῶν ἱερῶν τὸ μόλυσμά μου, [[μιαίνω]] αὐτὰ (πρβλ. [[προστρίβω]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 195. - Παθητ., τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Ἡρόδ. 2. 93· ὕλη τριφθεῖσα ὑπ’ ἀνέμων πρὸς αὐτήν, [[ὥστε]] νὰ ἀναφθῇ, Θουκ. 2. 77· ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. 2) [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] εἰς κόνιν, [[κοπανίζω]], ζυμώνω, ἀνακατώνω, [[φάρμακον]], [[κώνειον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 486, Πλάτ. Φαίδων 117Β· καταπλαστόν, μᾶζαν Ἀριστοφ. Πλ. 717, Εἰρ. 816· κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τρ. Ἀθήν. 648Α· τὸ [[μέλαν]] Δημ. 313. 11. - Παθ., τετριμμένα θυμιήματα Ἡρόδ. 2. 86 ἄρτοι [[σφόδρα]] τετριμμένοι Ἀριστ. Προβλ. 15. 17, πρβλ. 21. 22. 3) [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], βότρυν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· τὴν [[ῥῖνα]], τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 31. 1· ἀμφορέως τὸν πύνδακα [[αὐτόθι]] 25. 2. ΙΙ. διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] ἐνδύματα (ἴδε [[τρίβων]]), τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα Πλούτ. 2. 680Α· ἐπὶ ὁδοῦ, πατῶν [[φθείρω]] ἢ ποιῶ αὐτὴν ὁμαλήν, ἀλλ’ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ σημασίας τοῦ [[κοπανίζω]] ἐν ἰγδίῳ, «τετριμμένην δὲ ἅμα μὲν ὡς ἐπὶ ὁδοῦ καθημαξευμένης, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ τρίβεσθαι τὸ [[κώνειον]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· τρίβει οὐρανόν, ἡ [[τρίβος]] [[αὐτοῦ]] διέρχεται τὸν οὐρανὸν (π. βλ. [[τρίβος]]), Ἄρατ. 231· τρ. κύματα, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθολ. ΙΙ. 9. 34. 2) ἐπὶ χρόνου, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], Λατ. terere vitam δυστυχῆ τρ. βίον Σοφ. Ἠλ. 602· νησιώτην τρ. βίον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 86· βίον τρ. γεωργικὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 590· ὀδυνηρὸν τρ. βίοτον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 526· τρ. πόλεμον, [[ἐπιμηκύνω]] τὸν πόλεμον, Πολύβ. 2. 63, 4· - ἀπολ., χάνω καιρόν, [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056, Δημ. 678. 10. 3) ἐρημώνω χώραν, Εὐρ. Ἑκ. 1142. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 249· [[μηδὲ]] τρίβεσθε κακοῖσι, [[μηδὲ]] καταπονεῖτε ἑαυτοὺς κακοῖς, Ἰλ. Ψ. 735· [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1573· τρ. ἀμφοτέρους, φθείρειν, καταστρέφειν, Θουκ. 8. 56, πρβλ. 7. 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὐτήν, δι’ ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, ὁ αὐτ. 6. 18, πρβλ. 7. 42. - Παθητ., τριβόμενος [[ληός]], καταπιεζόμενος [[λαός]], Ἡρόδ. 2. 124. 2) ἐπὶ χρημάτων καὶ περιουσίας, κατασπαταλῶ, [[διασκορπίζω]], ἀσωτεύω, [[οὔτε]] τι τῶν οἰκηίων τρίβουσι [[οὔτε]] δαπανέονται [[αὐτόθι]] 37. 3) συνεχῶς μεταχειρίζομαι, κατώμοσα... μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 636 ὀνόματα κοινὰ καὶ τετριμμένα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἡ τετρ. καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]] ὁ αὐτ. π. Θουκ. 23. 4) Παθ., πολὺ ἀσχολοῦμαι [[περί]] τι ἢ εἶμαι δεδομένος ὁλοψύχως εἴς τι, πολέμῳ Ἡρόδ. 3. 134· ἀμφ’ ἀρετῇ τρ., ἀσκῶ ἀρετήν, γυμνάζομαι εἰς αὐτήν, Θέογν. 465· πολεμικὸς καὶ τετρ. δι’ ὅπλων Πλουτ. Εὐμ. 11· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 41· [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24. 12.
}}
}}