Anonymous

τρίβω: Difference between revisions

From LSJ
2,163 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίβω''': [ῑ], μέλλ. τρίψω· ἀόρ. ἔτριψα, ἀπαρ. τρῖψαι Ὀδ. Ι. 333, κτλ.· πρκμ. τέτρῐφα (συν-) Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 4. - Μέσ., μέλλ. τρίψομαι (προσ-) Ἀντιφῶν 127. 2· ἀόρ. ἐτριψάμην Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 25. - Παθητ., μέλλ. τριφθήσομαι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, κλπ.· τρῐβήσομαι Πλουτ. Δίων 25, (ἐκ-) Σοφ. Ο. Τ. 428, (κατα-) Ξεν.· [[ὡσαύτως]] τετρίψομαι (ἐπι-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 346· καὶ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασ., Θουκ. 6. 18., 7. 42· - ἀόριστ. ἐτρίφθην ὁ αὐτ. 2. 77· τριφθῆναι Κωμικ. Ἀποσπ. (Ἀντιφ.) 3, 54, (δια) Δημ. 393. 1· συχνότερον ἀόρ. β΄ ἐτρίβην [ῐ], Ἀριστ. Προβλ. 10. 27· (δι-) Ἡρόδ. 7. 120, Θουκ.· (ἐπ-) [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· (κατ-) Πλάτ.· (συν-) Ἀριστοφάν., κλπ.· - πρκμ. τέτριμμαι Πλάτ. Φαίδων 116D· Ἰωνικ. γ΄ πληθ. τετρίφᾰται Ἡρόδ. 2. 98. Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, προσ-[[τρίβω]]. [ῐ μόνον ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄, ὡς καὶ ἐν συνθέτοις, ἅτινα κατὰ τὸ πλεῖστον παράγονται ἐκ τοῦ ἀορίστ. β΄]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[τείρω]]). Τρίβω, δηλ. [[ἁλωνίζω]] σῖτον, [[διότι]] τὸ ἁλώνισμα ἐτελεῖτο διὰ τῆς τριβῆς τῆς γινομένης διὰ τοῦ πατήματος τῶν βοῶν ἢ διὰ κυλίνδρῳν ἐπικυλιομένων, ὡς δ’ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ’ ἐριμύκων, ὣς Ἰλ. Υ. 496· μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, νὰ περιστρέψῃ αὐτὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 333· ἄπεφθον χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] τριβόμενον βασάνῳ δηλ. Λυδίᾳ λίθῳ (πρβλ. [[παρατρίβω]]), Θέογν. 450· τρ. μᾶζαν Ἀριστοφ. Εἰρ. 8, κλπ.· τρ. τὸ [[σκέλος]] Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 46Α· τρ. τὴν κεφαλήν, εἰς ἔνδειξιν στενοχωρίας, Αἰσχίν. 34. 26· ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τρ. Ξενοφ. Ἱππ. 5. 5· τὸν [[πόδα]] μύροις τρ. Εὔβουλος ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] ἐπὶ τῶν ἱερῶν τὸ μόλυσμά μου, [[μιαίνω]] αὐτὰ (πρβλ. [[προστρίβω]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 195. - Παθητ., τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Ἡρόδ. 2. 93· ὕλη τριφθεῖσα ὑπ’ ἀνέμων πρὸς αὐτήν, [[ὥστε]] νὰ ἀναφθῇ, Θουκ. 2. 77· ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. 2) [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] εἰς κόνιν, [[κοπανίζω]], ζυμώνω, ἀνακατώνω, [[φάρμακον]], [[κώνειον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 486, Πλάτ. Φαίδων 117Β· καταπλαστόν, μᾶζαν Ἀριστοφ. Πλ. 717, Εἰρ. 816· κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τρ. Ἀθήν. 648Α· τὸ [[μέλαν]] Δημ. 313. 11. - Παθ., τετριμμένα θυμιήματα Ἡρόδ. 2. 86 ἄρτοι [[σφόδρα]] τετριμμένοι Ἀριστ. Προβλ. 15. 17, πρβλ. 21. 22. 3) [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], βότρυν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· τὴν [[ῥῖνα]], τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 31. 1· ἀμφορέως τὸν πύνδακα [[αὐτόθι]] 25. 2. ΙΙ. διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] ἐνδύματα (ἴδε [[τρίβων]]), τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα Πλούτ. 2. 680Α· ἐπὶ ὁδοῦ, πατῶν [[φθείρω]] ἢ ποιῶ αὐτὴν ὁμαλήν, ἀλλ’ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ σημασίας τοῦ [[κοπανίζω]] ἐν ἰγδίῳ, «τετριμμένην δὲ ἅμα μὲν ὡς ἐπὶ ὁδοῦ καθημαξευμένης, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ τρίβεσθαι τὸ [[κώνειον]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· τρίβει οὐρανόν, ἡ [[τρίβος]] [[αὐτοῦ]] διέρχεται τὸν οὐρανὸν (π. βλ. [[τρίβος]]), Ἄρατ. 231· τρ. κύματα, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθολ. ΙΙ. 9. 34. 2) ἐπὶ χρόνου, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], Λατ. terere vitam δυστυχῆ τρ. βίον Σοφ. Ἠλ. 602· νησιώτην τρ. βίον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 86· βίον τρ. γεωργικὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 590· ὀδυνηρὸν τρ. βίοτον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 526· τρ. πόλεμον, [[ἐπιμηκύνω]] τὸν πόλεμον, Πολύβ. 2. 63, 4· - ἀπολ., χάνω καιρόν, [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056, Δημ. 678. 10. 3) ἐρημώνω χώραν, Εὐρ. Ἑκ. 1142. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 249· [[μηδὲ]] τρίβεσθε κακοῖσι, [[μηδὲ]] καταπονεῖτε ἑαυτοὺς κακοῖς, Ἰλ. Ψ. 735· [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1573· τρ. ἀμφοτέρους, φθείρειν, καταστρέφειν, Θουκ. 8. 56, πρβλ. 7. 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὐτήν, δι’ ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, ὁ αὐτ. 6. 18, πρβλ. 7. 42. - Παθητ., τριβόμενος [[ληός]], καταπιεζόμενος [[λαός]], Ἡρόδ. 2. 124. 2) ἐπὶ χρημάτων καὶ περιουσίας, κατασπαταλῶ, [[διασκορπίζω]], ἀσωτεύω, [[οὔτε]] τι τῶν οἰκηίων τρίβουσι [[οὔτε]] δαπανέονται [[αὐτόθι]] 37. 3) συνεχῶς μεταχειρίζομαι, κατώμοσα... μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 636 ὀνόματα κοινὰ καὶ τετριμμένα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἡ τετρ. καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]] ὁ αὐτ. π. Θουκ. 23. 4) Παθ., πολὺ ἀσχολοῦμαι [[περί]] τι ἢ εἶμαι δεδομένος ὁλοψύχως εἴς τι, πολέμῳ Ἡρόδ. 3. 134· ἀμφ’ ἀρετῇ τρ., ἀσκῶ ἀρετήν, γυμνάζομαι εἰς αὐτήν, Θέογν. 465· πολεμικὸς καὶ τετρ. δι’ ὅπλων Πλουτ. Εὐμ. 11· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 41· [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24. 12.
|lstext='''τρίβω''': [ῑ], μέλλ. τρίψω· ἀόρ. ἔτριψα, ἀπαρ. τρῖψαι Ὀδ. Ι. 333, κτλ.· πρκμ. τέτρῐφα (συν-) Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 4. - Μέσ., μέλλ. τρίψομαι (προσ-) Ἀντιφῶν 127. 2· ἀόρ. ἐτριψάμην Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 25. - Παθητ., μέλλ. τριφθήσομαι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, κλπ.· τρῐβήσομαι Πλουτ. Δίων 25, (ἐκ-) Σοφ. Ο. Τ. 428, (κατα-) Ξεν.· [[ὡσαύτως]] τετρίψομαι (ἐπι-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 346· καὶ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασ., Θουκ. 6. 18., 7. 42· - ἀόριστ. ἐτρίφθην ὁ αὐτ. 2. 77· τριφθῆναι Κωμικ. Ἀποσπ. (Ἀντιφ.) 3, 54, (δια) Δημ. 393. 1· συχνότερον ἀόρ. β΄ ἐτρίβην [ῐ], Ἀριστ. Προβλ. 10. 27· (δι-) Ἡρόδ. 7. 120, Θουκ.· (ἐπ-) [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· (κατ-) Πλάτ.· (συν-) Ἀριστοφάν., κλπ.· - πρκμ. τέτριμμαι Πλάτ. Φαίδων 116D· Ἰωνικ. γ΄ πληθ. τετρίφᾰται Ἡρόδ. 2. 98. Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, προσ-[[τρίβω]]. [ῐ μόνον ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄, ὡς καὶ ἐν συνθέτοις, ἅτινα κατὰ τὸ πλεῖστον παράγονται ἐκ τοῦ ἀορίστ. β΄]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[τείρω]]). Τρίβω, δηλ. [[ἁλωνίζω]] σῖτον, [[διότι]] τὸ ἁλώνισμα ἐτελεῖτο διὰ τῆς τριβῆς τῆς γινομένης διὰ τοῦ πατήματος τῶν βοῶν ἢ διὰ κυλίνδρῳν ἐπικυλιομένων, ὡς δ’ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ’ ἐριμύκων, ὣς Ἰλ. Υ. 496· μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, νὰ περιστρέψῃ αὐτὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 333· ἄπεφθον χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] τριβόμενον βασάνῳ δηλ. Λυδίᾳ λίθῳ (πρβλ. [[παρατρίβω]]), Θέογν. 450· τρ. μᾶζαν Ἀριστοφ. Εἰρ. 8, κλπ.· τρ. τὸ [[σκέλος]] Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 46Α· τρ. τὴν κεφαλήν, εἰς ἔνδειξιν στενοχωρίας, Αἰσχίν. 34. 26· ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τρ. Ξενοφ. Ἱππ. 5. 5· τὸν [[πόδα]] μύροις τρ. Εὔβουλος ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] ἐπὶ τῶν ἱερῶν τὸ μόλυσμά μου, [[μιαίνω]] αὐτὰ (πρβλ. [[προστρίβω]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 195. - Παθητ., τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Ἡρόδ. 2. 93· ὕλη τριφθεῖσα ὑπ’ ἀνέμων πρὸς αὐτήν, [[ὥστε]] νὰ ἀναφθῇ, Θουκ. 2. 77· ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. 2) [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] εἰς κόνιν, [[κοπανίζω]], ζυμώνω, ἀνακατώνω, [[φάρμακον]], [[κώνειον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 486, Πλάτ. Φαίδων 117Β· καταπλαστόν, μᾶζαν Ἀριστοφ. Πλ. 717, Εἰρ. 816· κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τρ. Ἀθήν. 648Α· τὸ [[μέλαν]] Δημ. 313. 11. - Παθ., τετριμμένα θυμιήματα Ἡρόδ. 2. 86 ἄρτοι [[σφόδρα]] τετριμμένοι Ἀριστ. Προβλ. 15. 17, πρβλ. 21. 22. 3) [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], βότρυν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· τὴν [[ῥῖνα]], τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 31. 1· ἀμφορέως τὸν πύνδακα [[αὐτόθι]] 25. 2. ΙΙ. διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] ἐνδύματα (ἴδε [[τρίβων]]), τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα Πλούτ. 2. 680Α· ἐπὶ ὁδοῦ, πατῶν [[φθείρω]] ἢ ποιῶ αὐτὴν ὁμαλήν, ἀλλ’ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ σημασίας τοῦ [[κοπανίζω]] ἐν ἰγδίῳ, «τετριμμένην δὲ ἅμα μὲν ὡς ἐπὶ ὁδοῦ καθημαξευμένης, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ τρίβεσθαι τὸ [[κώνειον]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· τρίβει οὐρανόν, ἡ [[τρίβος]] [[αὐτοῦ]] διέρχεται τὸν οὐρανὸν (π. βλ. [[τρίβος]]), Ἄρατ. 231· τρ. κύματα, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθολ. ΙΙ. 9. 34. 2) ἐπὶ χρόνου, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], Λατ. terere vitam δυστυχῆ τρ. βίον Σοφ. Ἠλ. 602· νησιώτην τρ. βίον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 86· βίον τρ. γεωργικὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 590· ὀδυνηρὸν τρ. βίοτον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 526· τρ. πόλεμον, [[ἐπιμηκύνω]] τὸν πόλεμον, Πολύβ. 2. 63, 4· - ἀπολ., χάνω καιρόν, [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056, Δημ. 678. 10. 3) ἐρημώνω χώραν, Εὐρ. Ἑκ. 1142. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 249· [[μηδὲ]] τρίβεσθε κακοῖσι, [[μηδὲ]] καταπονεῖτε ἑαυτοὺς κακοῖς, Ἰλ. Ψ. 735· [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1573· τρ. ἀμφοτέρους, φθείρειν, καταστρέφειν, Θουκ. 8. 56, πρβλ. 7. 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὐτήν, δι’ ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, ὁ αὐτ. 6. 18, πρβλ. 7. 42. - Παθητ., τριβόμενος [[ληός]], καταπιεζόμενος [[λαός]], Ἡρόδ. 2. 124. 2) ἐπὶ χρημάτων καὶ περιουσίας, κατασπαταλῶ, [[διασκορπίζω]], ἀσωτεύω, [[οὔτε]] τι τῶν οἰκηίων τρίβουσι [[οὔτε]] δαπανέονται [[αὐτόθι]] 37. 3) συνεχῶς μεταχειρίζομαι, κατώμοσα... μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 636 ὀνόματα κοινὰ καὶ τετριμμένα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἡ τετρ. καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]] ὁ αὐτ. π. Θουκ. 23. 4) Παθ., πολὺ ἀσχολοῦμαι [[περί]] τι ἢ εἶμαι δεδομένος ὁλοψύχως εἴς τι, πολέμῳ Ἡρόδ. 3. 134· ἀμφ’ ἀρετῇ τρ., ἀσκῶ ἀρετήν, γυμνάζομαι εἰς αὐτήν, Θέογν. 465· πολεμικὸς καὶ τετρ. δι’ ὅπλων Πλουτ. Εὐμ. 11· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 41· [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τρίψω, <i>ao.</i> ἔτριψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> τριφθήσομαι, <i>f.2</i> τριβήσομαι, <i>ao.</i> ἐτρίφθην, <i>ao.2</i> ἐτρίβην, <i>pf.</i> [[τέτριμμαι]];<br /><b>I. 1</b> frotter, acc.;<br /><b>2</b> triturer, broyer ; [[μέλαν]] DÉM broyer du noir (pour écrire) ; [[ὕλη]] τριφθεῖσα THC forêt enflammée par le frottement produit par le vent ; <i>particul.</i> triturer (le blé) avec un cylindre (pour l’égrener) ; μοχλὸν τρίβειν [[ἐν]] ὀφθαλμῷ OD frotter, <i>càd</i> tourner le pieu dans l’œil (du Cyclope);<br /><b>II.</b> user par le frottement :<br /><b>1</b> <i>au propre ; Pass.</i> être usé : ἀτραπὸς τετριμμένη AR chemin battu, fréquenté;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl. de pers.</i> user, miner, affaiblir, exténuer : τρ. ἀμφοτέρους THC épuiser les deux partis ; τρίβεσθαι κακοῖσι IL être consumé <i>ou</i> épuisé par des souffrances ; τριβόμενος [[λεώς]] HDT peuple maltraité;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses (argent, bien)</i> consumer, dévorer, dissiper;<br /><b>4</b> user par l’exercice ; pratiquer ; <i>Pass.</i> s’exercer, être exercé : πολέμῳ HDT à la guerre;<br /><b>5</b> user peu à peu, exercer : βίον SOPH sa vie, traîner péniblement sa vie;<br /><b>6</b> user par des délais, traîner en longueur, différer : θυραίαν (τριβὴν) τρ. ESCHL s’arrêter, séjourner devant la porte ; τρ. τὸν πόλεμον χρόνῳ PLUT traîner la guerre en longueur ; τὸν χρόνον PLUT traîner le temps en longueur ; <i>abs.</i> différer, traîner le temps en longueur ; <i>Pass.</i> être retardé, s’arrêter;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρίβομαι séjourner : χρηστηρίοις [[ἐν]] τοῖσδε τρίβεσθαι [[μύσος]] ESCHL (il ne convient pas) que des êtres impurs séjournent dans ce temple prophétique.<br />'''Étymologie:''' R. Τερ, Τρι, frotter ; cf. [[τείρω]], <i>lat.</i> tero, trivi, tritum.
}}
}}