Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιγάς: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.
}}
{{ls
|lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· [[μετὰ]] δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]].
}}
}}