Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιγάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· [[μετὰ]] δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]].
|lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· [[μετὰ]] δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />mêlé, mélangé, réuni pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]].
}}
}}