3,243,801
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· [[μετὰ]] δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]]. | |lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· [[μετὰ]] δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />mêlé, mélangé, réuni pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} |