Anonymous

ἐμποδών: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_7_2)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] (ἐν ποσὶ ὤν), vor den Füßen; – 1) im Wege, hinderlich, hemmend; εἰ μὴ θεῶν τις ἐμπ. [[ἔστη]] δορὶ τῷ τοῦδε Aesch. Spt. 1007; vgl. Thuc. 1, 53; τῷ ποιεῖν Xen. Hell. 2, 3, 23; [[οὔτε]] θεοὺς οὔθ' ὁσίαν ἐποιήσατ' ἐμπ. τοιούτῳ λόγῳ, er ließ sich nicht durch Rücksicht auf die Götter von solcher Rede abhalten, Dem. 21, 104; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 46; κακὸν δὲ ποῖον ἐμπ. εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι, was hinderte es zu erfahren, Soph. O. R. 128; Eur. oft, σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐμπ. γένῃ λέγουσα μηδὲ δρῶσα, werde nicht durch Wort oder That uns hinderlich, Hec. 372; μὴ ἐμπ. ἡμῖν γένηται τὴν θεὸν μὴ 'ξελκύσαι Ar. Paz 515, hindern, herauszuziehen; so mit μή u. int., Thuc. 6, 28; ὅ τι ἂν ἐμποδὼν ᾖ τοῦ ἰέναι καὶ πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c; τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ – ἀποθανεῖν Xen. An. 3, 1, 13; τὸ μὴ εἶναι 4, 8, 14; τοῦ μὴ ὁρᾶν, am Sehen, Cyr. 2, 4, 23; auch sonst mit dem gen., ὅτι πολλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐμπ. ἀλλήλοις ἔσεσθε 8, 5, 24; τοῖς Ἕλλησι τῆς διώξεως Plut. Them. 4; τὸ [[ἐμποδών]], das Hinderniß, Ar. Th. 847 Lys. 1161; ὥς σφι τὸ ἐμπ. ἐγεγόνεε καθαρόν, da das Hinderniß beseitigt war, Her. 7, 183. – 2) der Einem in den Wurf kommt, begegnet, Her. 2, 102. 3, 147 u. A. – 3) was vorliegt, gegenwärtig ist; ἃ δ' ἐμποδὼν [[μάλιστα]], ταῦθ' ἥκω φράσων Eur. Phoen. 706; οἱ ἐμπ. ἆθλοι Plut. Thes. 7; daher = bekannt, Andoc. 4, 10; διὰ τὸ πολλοῖς ἐμπ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Pol. 2, 17, 1; a. Sp. Auch von der Zeit, sofort, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] (ἐν ποσὶ ὤν), vor den Füßen; – 1) im Wege, hinderlich, hemmend; εἰ μὴ θεῶν τις ἐμπ. [[ἔστη]] δορὶ τῷ τοῦδε Aesch. Spt. 1007; vgl. Thuc. 1, 53; τῷ ποιεῖν Xen. Hell. 2, 3, 23; [[οὔτε]] θεοὺς οὔθ' ὁσίαν ἐποιήσατ' ἐμπ. τοιούτῳ λόγῳ, er ließ sich nicht durch Rücksicht auf die Götter von solcher Rede abhalten, Dem. 21, 104; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 46; κακὸν δὲ ποῖον ἐμπ. εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι, was hinderte es zu erfahren, Soph. O. R. 128; Eur. oft, σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐμπ. γένῃ λέγουσα μηδὲ δρῶσα, werde nicht durch Wort oder That uns hinderlich, Hec. 372; μὴ ἐμπ. ἡμῖν γένηται τὴν θεὸν μὴ 'ξελκύσαι Ar. Paz 515, hindern, herauszuziehen; so mit μή u. int., Thuc. 6, 28; ὅ τι ἂν ἐμποδὼν ᾖ τοῦ ἰέναι καὶ πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c; τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ – ἀποθανεῖν Xen. An. 3, 1, 13; τὸ μὴ εἶναι 4, 8, 14; τοῦ μὴ ὁρᾶν, am Sehen, Cyr. 2, 4, 23; auch sonst mit dem gen., ὅτι πολλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐμπ. ἀλλήλοις ἔσεσθε 8, 5, 24; τοῖς Ἕλλησι τῆς διώξεως Plut. Them. 4; τὸ [[ἐμποδών]], das Hinderniß, Ar. Th. 847 Lys. 1161; ὥς σφι τὸ ἐμπ. ἐγεγόνεε καθαρόν, da das Hinderniß beseitigt war, Her. 7, 183. – 2) der Einem in den Wurf kommt, begegnet, Her. 2, 102. 3, 147 u. A. – 3) was vorliegt, gegenwärtig ist; ἃ δ' ἐμποδὼν [[μάλιστα]], ταῦθ' ἥκω φράσων Eur. Phoen. 706; οἱ ἐμπ. ἆθλοι Plut. Thes. 7; daher = bekannt, Andoc. 4, 10; διὰ τὸ πολλοῖς ἐμπ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Pol. 2, 17, 1; a. Sp. Auch von der Zeit, sofort, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμποδών''': ἐπίρρ. = ἐν ποσὶν ὤν, ἀλλὰ σχηματισθὲν κατ’ ἀναλογίας πρὸς τὸ [[ἐκποδών]]· πρὸ τῶν ποδῶν, μέσα εἰς τὰ πόδια, κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γενόμενον, πάντα τὸν γενόμενον ἐμπόδιον, Ἡρόδ. 1. 80· πᾶν [[ἔθνος]] τὸ ἐμπ. 2. 102· τοὺς ἀεὶ ἐμπ. γινομένους 4. 118, πρβλ. 7. 108· τὸ μὴ ἐμποδὼν = τῷ μηδενὶ [[ἐναντίον]], Θουκ. 2. 45· μή που λαθών τις ἐμπ. (ἐνν. γενόμενος) Ἀριστοφ. Σφ. 247. 2) ὁ παρέχων ἐμπόδιον, ὁ θεὸς... οἱ ἐμπ. ἕστηκε Ἡρόδ. 6. 82· ὥς σφι τὸ [[ἐμποδών]] ἐγεγόνει καθαρόν, ὅτε πάντα τὰ ἐμπόδια ἤρθησαν, ὁ αὐτ. 7. 183· οὐδὲν [[ἐμποδών]] ἐστι Αἰσχύλ. Πέρσ. 13· ἐμπ. στῆναί τινι ὁ αὐτ. Θήβ. 1016· παρεῖναι Σοφ. Ο. Τ. 446· κεῖσθαι Εὐρ. Ἴων 1047· καθῆσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 473· [[ἐμποδών]] τινι γίγνεσθαι, γίνεσθαί τινι ἐμπόδιον, Εὐρ. Ἑκ. 372· ἐμπ. τινι φῦναι ὁ αὐτ. Ὀρ. 605: - μετ’ ἀπαρ., ἐμπ. [[εἶναι]] τῷ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 23· ἐμπ. [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, Θουκ. 6. 28, κτλ.: τί ἔτι ἐμπ. τούτῳ μὴ οὐχὶ... ποιεῖν, τί τὸν ἐμποδίζει νὰ κάμῃ, Ξεν. Ἱππ. 11. 13, πρβλ. Ἀν. 3. 1, 13· [[οὕτως]], ἐμποδὼν τὸ μὴ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 8, 4· ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 4, 23· ἐμπ. εἶναί τινί τινος, ἐμποδίζειν τινὰ ἀπό τινος, [[αὐτόθι]] 8. 5, 24, κτλ.· λόγων τις ἐμπ. ὅδ’ ἔρχεται Εὐρ. Ἱκ. 395· ποιεῖσθαι ἐμπ. τι, θεωρεῖν τι ὡς ἐμπόδιον, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 46, Δημ. 5, 48, 22, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7: - τὸ [[ἐμποδών]], τὸ ἐμπόδιον, τὸ [[κώλυμα]], Ἡρόδ. 7. 183· τί τοὐμποδών; Ἀριστοφ. Λυσ. 1161. 3) παρὰ πόδας, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἐμφανής]], [[κατάδηλος]], [[πόθεν]] ἄρξομαι, ἐμποδὼν ἁπάντων ὄντων; Ἀνδοκ. 30. 16· χαρίτων ἱερὸν ἐμπ. ποιοῦνται, κτίζουσιν αὐτὸ εἰς [[μέρος]] περαστικόν, οὐχὶ εἰς ἀπόκεντρον [[μέρος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7· καὶ (μετά τινος ἐννοίας ἐχθρότητος), ἃ δ’ ἐμποδὼν [[μάλιστα]] ταῦθ’ ἥκω φράσσων, τὰ παρὰ πόδας, τὰ οὐχὶ [[μακράν]], Εὐρ. Φοίν. 706· ἡ ἐμπ. [[παιδεία]], ἡ [[συνήθης]], ἡ καθημερινή, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 2· ἐμποδὼν [[εἶναι]] καὶ γνωρίζεσθαι Πολύβ. 2. 17, 1. 4) ἐπὶ χρόνου, [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], Πολέμων παρὰ Μακροβ. 5. 19.
}}
}}