3,277,220
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμποδών''': ἐπίρρ. = ἐν ποσὶν ὤν, ἀλλὰ σχηματισθὲν κατ’ ἀναλογίας πρὸς τὸ [[ἐκποδών]]· πρὸ τῶν ποδῶν, μέσα εἰς τὰ πόδια, κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γενόμενον, πάντα τὸν γενόμενον ἐμπόδιον, Ἡρόδ. 1. 80· πᾶν [[ἔθνος]] τὸ ἐμπ. 2. 102· τοὺς ἀεὶ ἐμπ. γινομένους 4. 118, πρβλ. 7. 108· τὸ μὴ ἐμποδὼν = τῷ μηδενὶ [[ἐναντίον]], Θουκ. 2. 45· μή που λαθών τις ἐμπ. (ἐνν. γενόμενος) Ἀριστοφ. Σφ. 247. 2) ὁ παρέχων ἐμπόδιον, ὁ θεὸς... οἱ ἐμπ. ἕστηκε Ἡρόδ. 6. 82· ὥς σφι τὸ [[ἐμποδών]] ἐγεγόνει καθαρόν, ὅτε πάντα τὰ ἐμπόδια ἤρθησαν, ὁ αὐτ. 7. 183· οὐδὲν [[ἐμποδών]] ἐστι Αἰσχύλ. Πέρσ. 13· ἐμπ. στῆναί τινι ὁ αὐτ. Θήβ. 1016· παρεῖναι Σοφ. Ο. Τ. 446· κεῖσθαι Εὐρ. Ἴων 1047· καθῆσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 473· [[ἐμποδών]] τινι γίγνεσθαι, γίνεσθαί τινι ἐμπόδιον, Εὐρ. Ἑκ. 372· ἐμπ. τινι φῦναι ὁ αὐτ. Ὀρ. 605: - μετ’ ἀπαρ., ἐμπ. [[εἶναι]] τῷ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 23· ἐμπ. [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, Θουκ. 6. 28, κτλ.: τί ἔτι ἐμπ. τούτῳ μὴ οὐχὶ... ποιεῖν, τί τὸν ἐμποδίζει νὰ κάμῃ, Ξεν. Ἱππ. 11. 13, πρβλ. Ἀν. 3. 1, 13· [[οὕτως]], ἐμποδὼν τὸ μὴ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 8, 4· ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 4, 23· ἐμπ. εἶναί τινί τινος, ἐμποδίζειν τινὰ ἀπό τινος, [[αὐτόθι]] 8. 5, 24, κτλ.· λόγων τις ἐμπ. ὅδ’ ἔρχεται Εὐρ. Ἱκ. 395· ποιεῖσθαι ἐμπ. τι, θεωρεῖν τι ὡς ἐμπόδιον, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 46, Δημ. 5, 48, 22, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7: - τὸ [[ἐμποδών]], τὸ ἐμπόδιον, τὸ [[κώλυμα]], Ἡρόδ. 7. 183· τί τοὐμποδών; Ἀριστοφ. Λυσ. 1161. 3) παρὰ πόδας, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἐμφανής]], [[κατάδηλος]], [[πόθεν]] ἄρξομαι, ἐμποδὼν ἁπάντων ὄντων; Ἀνδοκ. 30. 16· χαρίτων ἱερὸν ἐμπ. ποιοῦνται, κτίζουσιν αὐτὸ εἰς [[μέρος]] περαστικόν, οὐχὶ εἰς ἀπόκεντρον [[μέρος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7· καὶ (μετά τινος ἐννοίας ἐχθρότητος), ἃ δ’ ἐμποδὼν [[μάλιστα]] ταῦθ’ ἥκω φράσσων, τὰ παρὰ πόδας, τὰ οὐχὶ [[μακράν]], Εὐρ. Φοίν. 706· ἡ ἐμπ. [[παιδεία]], ἡ [[συνήθης]], ἡ καθημερινή, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 2· ἐμποδὼν [[εἶναι]] καὶ γνωρίζεσθαι Πολύβ. 2. 17, 1. 4) ἐπὶ χρόνου, [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], Πολέμων παρὰ Μακροβ. 5. 19. | |lstext='''ἐμποδών''': ἐπίρρ. = ἐν ποσὶν ὤν, ἀλλὰ σχηματισθὲν κατ’ ἀναλογίας πρὸς τὸ [[ἐκποδών]]· πρὸ τῶν ποδῶν, μέσα εἰς τὰ πόδια, κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γενόμενον, πάντα τὸν γενόμενον ἐμπόδιον, Ἡρόδ. 1. 80· πᾶν [[ἔθνος]] τὸ ἐμπ. 2. 102· τοὺς ἀεὶ ἐμπ. γινομένους 4. 118, πρβλ. 7. 108· τὸ μὴ ἐμποδὼν = τῷ μηδενὶ [[ἐναντίον]], Θουκ. 2. 45· μή που λαθών τις ἐμπ. (ἐνν. γενόμενος) Ἀριστοφ. Σφ. 247. 2) ὁ παρέχων ἐμπόδιον, ὁ θεὸς... οἱ ἐμπ. ἕστηκε Ἡρόδ. 6. 82· ὥς σφι τὸ [[ἐμποδών]] ἐγεγόνει καθαρόν, ὅτε πάντα τὰ ἐμπόδια ἤρθησαν, ὁ αὐτ. 7. 183· οὐδὲν [[ἐμποδών]] ἐστι Αἰσχύλ. Πέρσ. 13· ἐμπ. στῆναί τινι ὁ αὐτ. Θήβ. 1016· παρεῖναι Σοφ. Ο. Τ. 446· κεῖσθαι Εὐρ. Ἴων 1047· καθῆσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 473· [[ἐμποδών]] τινι γίγνεσθαι, γίνεσθαί τινι ἐμπόδιον, Εὐρ. Ἑκ. 372· ἐμπ. τινι φῦναι ὁ αὐτ. Ὀρ. 605: - μετ’ ἀπαρ., ἐμπ. [[εἶναι]] τῷ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 23· ἐμπ. [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, Θουκ. 6. 28, κτλ.: τί ἔτι ἐμπ. τούτῳ μὴ οὐχὶ... ποιεῖν, τί τὸν ἐμποδίζει νὰ κάμῃ, Ξεν. Ἱππ. 11. 13, πρβλ. Ἀν. 3. 1, 13· [[οὕτως]], ἐμποδὼν τὸ μὴ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 8, 4· ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 4, 23· ἐμπ. εἶναί τινί τινος, ἐμποδίζειν τινὰ ἀπό τινος, [[αὐτόθι]] 8. 5, 24, κτλ.· λόγων τις ἐμπ. ὅδ’ ἔρχεται Εὐρ. Ἱκ. 395· ποιεῖσθαι ἐμπ. τι, θεωρεῖν τι ὡς ἐμπόδιον, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 46, Δημ. 5, 48, 22, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7: - τὸ [[ἐμποδών]], τὸ ἐμπόδιον, τὸ [[κώλυμα]], Ἡρόδ. 7. 183· τί τοὐμποδών; Ἀριστοφ. Λυσ. 1161. 3) παρὰ πόδας, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἐμφανής]], [[κατάδηλος]], [[πόθεν]] ἄρξομαι, ἐμποδὼν ἁπάντων ὄντων; Ἀνδοκ. 30. 16· χαρίτων ἱερὸν ἐμπ. ποιοῦνται, κτίζουσιν αὐτὸ εἰς [[μέρος]] περαστικόν, οὐχὶ εἰς ἀπόκεντρον [[μέρος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7· καὶ (μετά τινος ἐννοίας ἐχθρότητος), ἃ δ’ ἐμποδὼν [[μάλιστα]] ταῦθ’ ἥκω φράσσων, τὰ παρὰ πόδας, τὰ οὐχὶ [[μακράν]], Εὐρ. Φοίν. 706· ἡ ἐμπ. [[παιδεία]], ἡ [[συνήθης]], ἡ καθημερινή, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 2· ἐμποδὼν [[εἶναι]] καὶ γνωρίζεσθαι Πολύβ. 2. 17, 1. 4) ἐπὶ χρόνου, [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], Πολέμων παρὰ Μακροβ. 5. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> dans les pieds, <i>càd</i> de manière à entraver <i>ou</i> à faire obstacle : [[ἐμποδών]] τινι ἵστασθαι <i>ou</i> [[στῆναι]], γίγνεσθαι <i>ou</i> [[γενέσθαι]], παρεῖναι être un obstacle pour qqn <i>ou</i> qch ; ἐμποδὼν εἶναί τινί τινος XÉN empêcher qqn de faire qch ; ποιεῖσθαι [[ἐμποδών]] [[τι]] XÉN regarder comme un obstacle ; ἐμποδὼν [[εἶναι]] [[τῷ]] ποιεῖν XÉN être un obstacle pour faire ; ἐμποδὼν εἶναί <i>ou</i> γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν <i>ou</i> μὴ [[οὐ]] ποιεῖν XÉN être <i>ou</i> devenir un obstacle qui empêche qqn de faire ; ἐμποδὼν γίγνεσθαι τὸ μὴ [[εἶναι]] XÉN <i>ou</i> [[τοῦ]] μὴ ὁρᾶν XÉN empêcher d’être, de voir ; τὸ [[ἐμποδών]] HDT obstacle, empêchement;<br /><b>2</b> devant les pieds, <i>càd</i> à portée ; ὁ [[ἐμποδών]] qui se présente, le premier venu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ποδῶν, le gén. par anal. avec [[ἐκποδών]]. | |||
}} | }} |