Anonymous

φιλότης: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_7_1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ητος, ἡ, Freundschaft, Liebe, Zuneigung, Hom. u. Folgde; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od. 15, 197; ἐμαρνάσθην, ἠδ' αὖτ' ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Il. 7, 302, sie trennten sich in Liebe; von den freundschaftlichen Verhältnissen ganzer Völker zu einander Il. 3, 73. 94; κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, aus Freundschaft zusammenkommen, Her. 1, 172; von der Gastfreundschaft, Od. 15, 55 u. sonst; am häufigsten von der sinnlichen Geschlechtsliebe, Liebesgenuß, Hom. u. Hes.; am geläufigsten in den Vrbdgn [[φιλότης]] καὶ [[εὐνή]], φιλότητι oder ἐν φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι u. vgl. (s. [[μίγνυμι]]), auch [[ὕπνος]] καὶ [[φιλότης]], Il. 13, 636. 14, 353, seltner [[φιλότης]] γυναικός, Hes. Sc. 31, vgl. Th. 374. 405. 625. 822; Pind. in dieser Bedeutung im plur., P. 9, 40 N. 8, 1, διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν Aesch. Prom. 123, u. öfter; Soph. Phil. 1107 Ai. 1389, σ' ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν Eur. Or. 1048, einzeln in Prosa: κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι Her. 1, 172; Ggstz [[διαφορά]] Andoc. 3, 30; Lys. 2, 35, Plat. Legg. VI, 757 a. – Als Anrede, ὦ [[φιλότης]], für ὦ φίλε, mein Leber, Plat. Phaedr. 228, d. Luc. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ητος, ἡ, Freundschaft, Liebe, Zuneigung, Hom. u. Folgde; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od. 15, 197; ἐμαρνάσθην, ἠδ' αὖτ' ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Il. 7, 302, sie trennten sich in Liebe; von den freundschaftlichen Verhältnissen ganzer Völker zu einander Il. 3, 73. 94; κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, aus Freundschaft zusammenkommen, Her. 1, 172; von der Gastfreundschaft, Od. 15, 55 u. sonst; am häufigsten von der sinnlichen Geschlechtsliebe, Liebesgenuß, Hom. u. Hes.; am geläufigsten in den Vrbdgn [[φιλότης]] καὶ [[εὐνή]], φιλότητι oder ἐν φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι u. vgl. (s. [[μίγνυμι]]), auch [[ὕπνος]] καὶ [[φιλότης]], Il. 13, 636. 14, 353, seltner [[φιλότης]] γυναικός, Hes. Sc. 31, vgl. Th. 374. 405. 625. 822; Pind. in dieser Bedeutung im plur., P. 9, 40 N. 8, 1, διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν Aesch. Prom. 123, u. öfter; Soph. Phil. 1107 Ai. 1389, σ' ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν Eur. Or. 1048, einzeln in Prosa: κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι Her. 1, 172; Ggstz [[διαφορά]] Andoc. 3, 30; Lys. 2, 35, Plat. Legg. VI, 757 a. – Als Anrede, ὦ [[φιλότης]], für ὦ φίλε, mein Leber, Plat. Phaedr. 228, d. Luc. oft.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλότης''': -ητος, ἡ, [[φιλία]], [[ἀγάπη]], [[στοργή]], Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, [[μετὰ]] φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν [[τοὐλάχιστον]] εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ [[θέλω]] νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν [[αὐτόθι]] 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν [[παρά]] τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. [[ὑδαρής]])· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, [[φιλία]] [[πρός]] τινα, [[στοργή]], [[ἀγάπη]] [[πρός]] τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς ὑπερβαλλούσης [[αὐτοῦ]] ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ [[φιλότης]], = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, [[συνέρχομαι]] [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν [[ὑπὲρ]] τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., [[ἰσότης]] φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, [[ἰσότης]] φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― [[φιλία]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]]. 4) παρ’ Ὁμ. [[συχν]]. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. [[μίγνυμι]] Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον [[μετὰ]] γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = [[φιλία]] Ι. 5, [[ἐναντίον]] τοῦ [[νεῖκος]], Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ.
}}
}}