Anonymous

φιλότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλότης''': -ητος, ἡ, [[φιλία]], [[ἀγάπη]], [[στοργή]], Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, [[μετὰ]] φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν [[τοὐλάχιστον]] εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ [[θέλω]] νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν [[αὐτόθι]] 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν [[παρά]] τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. [[ὑδαρής]])· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, [[φιλία]] [[πρός]] τινα, [[στοργή]], [[ἀγάπη]] [[πρός]] τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς ὑπερβαλλούσης [[αὐτοῦ]] ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ [[φιλότης]], = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, [[συνέρχομαι]] [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν [[ὑπὲρ]] τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., [[ἰσότης]] φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, [[ἰσότης]] φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― [[φιλία]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]]. 4) παρ’ Ὁμ. [[συχν]]. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. [[μίγνυμι]] Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον [[μετὰ]] γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = [[φιλία]] Ι. 5, [[ἐναντίον]] τοῦ [[νεῖκος]], Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ.
|lstext='''φῐλότης''': -ητος, ἡ, [[φιλία]], [[ἀγάπη]], [[στοργή]], Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, [[μετὰ]] φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν [[τοὐλάχιστον]] εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ [[θέλω]] νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν [[αὐτόθι]] 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν [[παρά]] τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. [[ὑδαρής]])· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, [[φιλία]] [[πρός]] τινα, [[στοργή]], [[ἀγάπη]] [[πρός]] τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς ὑπερβαλλούσης [[αὐτοῦ]] ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ [[φιλότης]], = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, [[συνέρχομαι]] [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν [[ὑπὲρ]] τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., [[ἰσότης]] φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, [[ἰσότης]] φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― [[φιλία]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]]. 4) παρ’ Ὁμ. [[συχν]]. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. [[μίγνυμι]] Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον [[μετὰ]] γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = [[φιλία]] Ι. 5, [[ἐναντίον]] τοῦ [[νεῖκος]], Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> amitié :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> amitié, tendresse, affection ; [[ἐν]] φιλότητι [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντες IL ils rompirent les relations d’amitié ; φιλότητος [[παρά]] τινος [[τυχεῖν]] OD obtenir un bon accueil de qqn ; φιλότητα [[ἑλέσθαι]] se réconcilier ; φιλότητα τιθέναι IL, OD former une amitié ; φιλότητα τέμνειν IL conclure un traité d’amitié;<br /><b>2</b> amour ; relations intimes : [[φιλότης]] κρυπταδίη IL relations secrètes ; φιλότητι ὁμωθῆναι IL, μιγάζεσθαι IL s’unir par des relations intimes;<br /><b>II.</b> <i>au sens concret</i> être chéri : ὦ [[φιλότης]] = ὦ προσφιλέστατε cher amour.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]].
}}
}}