Anonymous

πυργόω: Difference between revisions

From LSJ
2,078 bytes added ,  5 August 2017
6_14
(13_7_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] bethürmen, mit Mauern u. Thürmen versehen, befestigen; πρῶτοι Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν ἑπταπύλοιο πύργωσάν τε, Od. 11, 264, ep. Hom. 4, 3; Τροίαν, Eur. Troad. 844; Bacch. 172 u. öfter; Orak. bei Her. 1, 174; Sp., wie Nonn. 40, 485; auch ἀσπίδι πυργώσας [[δέμας]], 30, 51; πυργωθεὶς [[ἐλέφας]] verbindet Philp. 29 (IX, 285), der mit einem Thurme versehen ist; im med., τέκτονας δὲ εἰς τὸ ἡμῖν ὀχυρὰ πυργοῦσθαι, Xen. Cyr. 6, 1, 20; – übh. hoch aufbauen, erhöhen, bes. mit dem Nebenbegriffe des Prahlerischen, Prunkenden, π υργοῦντες αὑτούς, sich selbst wichtig machend, von prahlerischen Aerzten, Mimn. 8, 3; ῥήματα σεμνὰ πυργῶσαι, hochtrabende Ausdrücke aufthürmen, Ar. Ran. 1004, von Aeschylus, von dem Ant. Th. 57 (VII, 39) ὀφρυόεσσαν ἀοιδὴν πυργώσας sagt; auch Eur. vrbdt [[ἡνίκα]] ἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε, Suppl. 998, u. ἐπειδὰν [[λίαν]] πυργοῖς [[χάριν]], Med. 526; τοῖς ἐπὶ μήκιστον εὖ [[μάλα]] πυργώσας τὴν φιλοσοφίαν, Damasc. bei Suid.; – Aesch. Pers. 188: ἡ μὲν τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, entweder sich trotzig erheben, übermüthig sein, oder zügeln.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] bethürmen, mit Mauern u. Thürmen versehen, befestigen; πρῶτοι Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν ἑπταπύλοιο πύργωσάν τε, Od. 11, 264, ep. Hom. 4, 3; Τροίαν, Eur. Troad. 844; Bacch. 172 u. öfter; Orak. bei Her. 1, 174; Sp., wie Nonn. 40, 485; auch ἀσπίδι πυργώσας [[δέμας]], 30, 51; πυργωθεὶς [[ἐλέφας]] verbindet Philp. 29 (IX, 285), der mit einem Thurme versehen ist; im med., τέκτονας δὲ εἰς τὸ ἡμῖν ὀχυρὰ πυργοῦσθαι, Xen. Cyr. 6, 1, 20; – übh. hoch aufbauen, erhöhen, bes. mit dem Nebenbegriffe des Prahlerischen, Prunkenden, π υργοῦντες αὑτούς, sich selbst wichtig machend, von prahlerischen Aerzten, Mimn. 8, 3; ῥήματα σεμνὰ πυργῶσαι, hochtrabende Ausdrücke aufthürmen, Ar. Ran. 1004, von Aeschylus, von dem Ant. Th. 57 (VII, 39) ὀφρυόεσσαν ἀοιδὴν πυργώσας sagt; auch Eur. vrbdt [[ἡνίκα]] ἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε, Suppl. 998, u. ἐπειδὰν [[λίαν]] πυργοῖς [[χάριν]], Med. 526; τοῖς ἐπὶ μήκιστον εὖ [[μάλα]] πυργώσας τὴν φιλοσοφίαν, Damasc. bei Suid.; – Aesch. Pers. 188: ἡ μὲν τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, entweder sich trotzig erheben, übermüthig sein, oder zügeln.
}}
{{ls
|lstext='''πυργόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πύργος]]) περιζώνω, περιφράττω διὰ πύργων, Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν... πύργωσάν τε Ὀδ. Λ. 264, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 3, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 174, Εὐριπ. Βάκχ. 172. - Μέσ., [[κτίζω]] πύργους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 20. <br />2) μεταφορ., προφυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[δέμας]] ἀσπίδι Νόνν. Δ. 30. 52, κτλ. 3) πυργωθείς, ἐφωδιασμένος μὲ πύργον, ἐπὶ ἐλέφαντος, Ἀνθ. Π. 9. 285. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψῶ εἰς μέγα [[ὕψος]], πυργῶσαι ῥήματα σεμνὰ Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1004· τέχνην... ἐπύργωσ’ οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις Ἀριστοφ. Εἰρ. 749· [[οὕτως]], ἀοιδὰς εὐδαίμονίας ἐπύργωσε Εὐρ. Ἱκέτ. 998, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 39· - [[ἐντεῦθεν]], ἐξυψώνω, [[ἀνεγείρω]], ὑψώνω, π. ἄνω τὰ μηδὲν [[ὄντα]] Εὐρ. Τρῳ. 608· Τροίαν [[αὐτόθι]] 844· ὑμᾶς... τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 475· [[οὕτως]] ἐπὶ ἰατρῶν, οἷα δὴ φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν, τὰ φαῦλα μείζω... πυργοῦντες αὐτούς, μεγαλυνόμενοι, ἐπαιρόμενοι, Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· οὕτω, π. [[χάριν]], μεγαλοποιῶ, ἐξογκώνω αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 526, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 293· π. καθαροῖς λούμασι, κοσμῶ (τὴν πόλιν) με..., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 903. - Παθ., ἐπαίρομαι, ὡς τὸ ὑψοῦσθαι, Αἰσχύλ. Πέρ. 192· οὕτω, πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 1568, Ἡρ. Μαιν. 238.
}}
}}