3,277,242
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυργόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πύργος]]) περιζώνω, περιφράττω διὰ πύργων, Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν... πύργωσάν τε Ὀδ. Λ. 264, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 3, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 174, Εὐριπ. Βάκχ. 172. - Μέσ., [[κτίζω]] πύργους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 20. <br />2) μεταφορ., προφυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[δέμας]] ἀσπίδι Νόνν. Δ. 30. 52, κτλ. 3) πυργωθείς, ἐφωδιασμένος μὲ πύργον, ἐπὶ ἐλέφαντος, Ἀνθ. Π. 9. 285. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψῶ εἰς μέγα [[ὕψος]], πυργῶσαι ῥήματα σεμνὰ Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1004· τέχνην... ἐπύργωσ’ οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις Ἀριστοφ. Εἰρ. 749· [[οὕτως]], ἀοιδὰς εὐδαίμονίας ἐπύργωσε Εὐρ. Ἱκέτ. 998, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 39· - [[ἐντεῦθεν]], ἐξυψώνω, [[ἀνεγείρω]], ὑψώνω, π. ἄνω τὰ μηδὲν [[ὄντα]] Εὐρ. Τρῳ. 608· Τροίαν [[αὐτόθι]] 844· ὑμᾶς... τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 475· [[οὕτως]] ἐπὶ ἰατρῶν, οἷα δὴ φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν, τὰ φαῦλα μείζω... πυργοῦντες αὐτούς, μεγαλυνόμενοι, ἐπαιρόμενοι, Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· οὕτω, π. [[χάριν]], μεγαλοποιῶ, ἐξογκώνω αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 526, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 293· π. καθαροῖς λούμασι, κοσμῶ (τὴν πόλιν) με..., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 903. - Παθ., ἐπαίρομαι, ὡς τὸ ὑψοῦσθαι, Αἰσχύλ. Πέρ. 192· οὕτω, πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 1568, Ἡρ. Μαιν. 238. | |lstext='''πυργόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πύργος]]) περιζώνω, περιφράττω διὰ πύργων, Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν... πύργωσάν τε Ὀδ. Λ. 264, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 3, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 174, Εὐριπ. Βάκχ. 172. - Μέσ., [[κτίζω]] πύργους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 20. <br />2) μεταφορ., προφυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[δέμας]] ἀσπίδι Νόνν. Δ. 30. 52, κτλ. 3) πυργωθείς, ἐφωδιασμένος μὲ πύργον, ἐπὶ ἐλέφαντος, Ἀνθ. Π. 9. 285. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψῶ εἰς μέγα [[ὕψος]], πυργῶσαι ῥήματα σεμνὰ Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1004· τέχνην... ἐπύργωσ’ οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις Ἀριστοφ. Εἰρ. 749· [[οὕτως]], ἀοιδὰς εὐδαίμονίας ἐπύργωσε Εὐρ. Ἱκέτ. 998, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 39· - [[ἐντεῦθεν]], ἐξυψώνω, [[ἀνεγείρω]], ὑψώνω, π. ἄνω τὰ μηδὲν [[ὄντα]] Εὐρ. Τρῳ. 608· Τροίαν [[αὐτόθι]] 844· ὑμᾶς... τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 475· [[οὕτως]] ἐπὶ ἰατρῶν, οἷα δὴ φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν, τὰ φαῦλα μείζω... πυργοῦντες αὐτούς, μεγαλυνόμενοι, ἐπαιρόμενοι, Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· οὕτω, π. [[χάριν]], μεγαλοποιῶ, ἐξογκώνω αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 526, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 293· π. καθαροῖς λούμασι, κοσμῶ (τὴν πόλιν) με..., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 903. - Παθ., ἐπαίρομαι, ὡς τὸ ὑψοῦσθαι, Αἰσχύλ. Πέρ. 192· οὕτω, πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 1568, Ἡρ. Μαιν. 238. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> flanquer <i>ou</i> munir de tours, acc.;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> élever comme une tour : ῥήματα σεμνά AR construire des mots hauts comme des tours <i>en parl. d’Eschyle</i> ; vanter, faire grand cas de ; <i>en mauv. part</i> exagérer;<br /><i><b>Moy.</b></i> πυργόομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> se redresser, se tenir droit ; s’enorgueillir de, τινι;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> dresser des tours pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πύργος]]. | |||
}} | }} |