Anonymous

γόνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γόνος''': ὁ καὶ (ἐν σημασ. Ι) ἡ, Εὐρ. Ι. Α. 794· Ἰων. γοῦνος, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5 (γενέσθαι)·― ὡς τὸ [[γονή]], τὸ γεννώμενον ἢ γεννηθὲν [[τέκνον]], Ἰλ. Ε. 635., Ζ. 191· Υ. 409, Ἡσ. Θ. 919, καὶ Ἀττ.· [[ἄπαις]] ἔρσενος γόνου Ἡρόδ. 1. 109, πρβλ. 7. 2· ὁ Πηλέως γ., ὁ υἱὸς τοῦ Π., Σοφ. Φ. 333, πρβλ. 366, 416, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 962· ἐπὶ ἰχθύων, ἡ «γαλατσίδα» ἢ τὰ ᾠὰ αὐτῶν, τὸ «χαβιάρι», Ἡγήμ. παρ’ Ἀθην. 108C. 2) πᾶσα [[παραγωγή]]· ἐπὶ φυτῶν, [[γόνος]] ἀμπέλου Ἀνακρεοντ. 58. 7· [[γόνος]] γᾶς [[πλουτόχθων]], ἐπὶ τῶν ἀργυρείων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 946· τοῦ φόρου τὸν γ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 1116. 3) ἐς ἔρσενα γόνον, εἴς τινα τῶν ἀρρένων, Ἡρόδ. 6. 135. ΙΙ. ὡς τὸ γένος, τὸ γένος τινός, ἡ οἰκογένεια, ἡ [[καταγωγή]], Ὀδ. Α. 216, Λ. 234· γόνῳ, ἐξ αἵματος, δι’ αἵματος, διὰ συγγενείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 606a, 643, 654. ΙΙΙ. [[γέννησις]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 172· γόνῳ [[πατήρ]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ποιητός]], Λυσ. 138. 30, πρβλ. Δημ. 1090. 6 κἑξ. ΙV. [[γονή]] ΙΙ, Ἱππ. 232. 29, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 8, 14· ἐπὶ τοῦ ᾠοῦ τῶν ἐντόμων, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 22, 3 κ. ἀλλ. 2) τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἱππ. 426. 15.
|lstext='''γόνος''': ὁ καὶ (ἐν σημασ. Ι) ἡ, Εὐρ. Ι. Α. 794· Ἰων. γοῦνος, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5 (γενέσθαι)·― ὡς τὸ [[γονή]], τὸ γεννώμενον ἢ γεννηθὲν [[τέκνον]], Ἰλ. Ε. 635., Ζ. 191· Υ. 409, Ἡσ. Θ. 919, καὶ Ἀττ.· [[ἄπαις]] ἔρσενος γόνου Ἡρόδ. 1. 109, πρβλ. 7. 2· ὁ Πηλέως γ., ὁ υἱὸς τοῦ Π., Σοφ. Φ. 333, πρβλ. 366, 416, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 962· ἐπὶ ἰχθύων, ἡ «γαλατσίδα» ἢ τὰ ᾠὰ αὐτῶν, τὸ «χαβιάρι», Ἡγήμ. παρ’ Ἀθην. 108C. 2) πᾶσα [[παραγωγή]]· ἐπὶ φυτῶν, [[γόνος]] ἀμπέλου Ἀνακρεοντ. 58. 7· [[γόνος]] γᾶς [[πλουτόχθων]], ἐπὶ τῶν ἀργυρείων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 946· τοῦ φόρου τὸν γ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 1116. 3) ἐς ἔρσενα γόνον, εἴς τινα τῶν ἀρρένων, Ἡρόδ. 6. 135. ΙΙ. ὡς τὸ γένος, τὸ γένος τινός, ἡ οἰκογένεια, ἡ [[καταγωγή]], Ὀδ. Α. 216, Λ. 234· γόνῳ, ἐξ αἵματος, δι’ αἵματος, διὰ συγγενείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 606a, 643, 654. ΙΙΙ. [[γέννησις]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 172· γόνῳ [[πατήρ]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ποιητός]], Λυσ. 138. 30, πρβλ. Δημ. 1090. 6 κἑξ. ΙV. [[γονή]] ΙΙ, Ἱππ. 232. 29, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 8, 14· ἐπὶ τοῦ ᾠοῦ τῶν ἐντόμων, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 22, 3 κ. ἀλλ. 2) τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἱππ. 426. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> action d’engendrer, génération, procréation;<br /><b>2</b> semence génitale;<br /><b>3</b> parents, ancêtres;<br /><b>II.</b> ce qui est engendré :<br /><b>1</b> enfant, fils (<i>avec l’art.</i> ἡ, fille) : Διὸς [[γόνος]] IL, θεοῦ IL enfant de Zeus, d’un dieu ; <i>collectiv.</i> ὁ [[γόνος]], les enfants : πρεσβύτατος παντὸς [[τοῦ]] γόνου HDT le plus âgé de tous les enfants ; [[νεώτατος]] γόνοιο IL le plus jeune des enfants ; [[ἄπαις]] ἔρσενος γόνου HDT sans enfants mâles;<br /><b>2</b> sexe;<br /><b>3</b> origine, naissance.<br />'''Étymologie:''' R. Γεν ; cf. [[γονή]].
}}
}}