3,277,119
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαγκωνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὠθῶ, «σπρώχνω» διὰ τοῦ ἀγκῶνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 259· πρβλ. [[προεξαγκωνίζω]]. ΙΙ. δένω τὰς χεῖράς τινος [[ὀπισθάγκωνα]], Διοδ. Ἀποσπ. 527. 65· ἐξηγκωνισμένος ὁ αὐτ. 13. 27· μεταφ., ἐξηγκ. τὸν λογισμὸν Φίλων 2. 128. | |lstext='''ἐξαγκωνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὠθῶ, «σπρώχνω» διὰ τοῦ ἀγκῶνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 259· πρβλ. [[προεξαγκωνίζω]]. ΙΙ. δένω τὰς χεῖράς τινος [[ὀπισθάγκωνα]], Διοδ. Ἀποσπ. 527. 65· ἐξηγκωνισμένος ὁ αὐτ. 13. 27· μεταφ., ἐξηγκ. τὸν λογισμὸν Φίλων 2. 128. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se mettre les poings sur les hanches;<br /><b>2</b> lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀγκωνίζω]]. | |||
}} | }} |