3,274,754
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγριος''': -α, -ον, Ὀδ. Ι. 119· ὡσαύτ. ος, ον, Ἰλ. Τ. 88, Πλάτ. Νόμ. 824Α· [[ἄγριος]], ὡς θηλ., [[ὡσαύτως]] παρὰ Φωκυλ. 3. 6, Θεοκρ. 22. 36· ἀγρία ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 614, Σοφ. Φ. 173, 265, Ο. Τ. 476: - συγκρ. -ώτερος, Θουκ. 6. 60: -ὑπερθ. -ώτατος, Πλάτ. Πολ. 564Α: ([[ἀγρός]]): ὁ ζῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς, [[ἄγριος]], Λατ. agrestis: [[ἐντεῦθεν]]· Ι. ἐπὶ ζῴων τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ τιθασὸς ἢ [[ἥμερος]], [[ἄγριος]], ἄγριον [[θηρίον]]· βάλλειν ἄγρια πάντα, ἄγρια ζῷα παντὸς εἴδους, Ἱλ. Ε. 52· αἴξ, σῦς, Γ. 24., Ι. 539· ἵπποι, ὄνοι, κτλ., Ἡρόδ. 7. 86., κτλ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς ἐν ἀγρίᾳ καταστάσει διατελούντων, ὁ αὐτ. Δ. 191· ἐπὶ χωρικοῦ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν πολίτην, Μόσχ. 5. 15. 2) ἐπὶ δένδρων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἥμερον, [[ἄγριος]], Πινδ. Ἀποσπ. 21, Ἡρόδ. 4.21, κτλ.· μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτόν, παρασκευασθὲν ἐξ ἀγρίας ἀμπέλου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, 4· ἄγριον [[ἔλαιον]]. Σοφ. Τρ. 1197· ὕλη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 476, κτλ. 3) ἐπὶ χωρῶν· ἀγρία γῆ, [[ἀκαλλιέργητος]], Λατ. horridus, Πλάτ. Φαίδ. 113 Β, Νόμ. 905 Β: - [[ἀλλά]], ΙΙ. κατ’ ἐξοχ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων, κτλ. καθ’ ὅσον ἔχουσιν ἰδιότητας ἀνηκούσας εἰς ἀγρίαν κατάστασιν: 1) ὑπὸ ἠθικὴν ἔννοιαν, [[τραχύς]], κακός, [[χαλεπός]], [[ἄγριος]], Λατ. ferus, ferox, Ἰλ. Θ. 96. Ὀδ. Α. 199, κτλ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 349, 567, Αἰσχίν. 8. 10· [[τύραννος]], [[δεσπότης]], Πλάτ. Γοργ. 510 Β. Πολ. 329 C· ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ, Θεόκρ. 23, 19, πρβλ. 2, 54· ἄγρ. [[κυβευτής]], ὁ [[μετὰ]] πάθους παίζων κύβους, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 335. 2) ἐπὶ χαρακτῆρος, διαθέσεως, πάθους, [[ἄγροικος]], [[τραχύς]], [[ἄγριος]], [[μανιώδης]], κακός, [[θυμός]], [[χόλος]], Ἰλ. Ι. 629, Δ. 23· [[λέων]] δ’ ὣς ἄγρια οἶδεν, Ω. 41· ἄγρ. [[πτόλεμος]], [[μῶλος]], Ρ. 737, 398· [[ἄγριος]] ἄτη, Τ. 88· ἄγρ. ὁδοί, ἄγρ. τρόποι ἢ βουλαί, Σοφ. Ἀντ. 1274· [[ὀργή]], Ο. Τ. 344· ἀγριώτατα ἤθεα, Ἡρόδ. 4. 106· ἔρωτες, Πλάτ. Φαίδ. 81Α· [[φιλία]], ὁ αὐτ. Νόμ. 837 Β, πρβλ. Πολ. 572 Β, κτλ.: - τὸ ἄγριον, ἡ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. Κρατ. 394Ε· ἐς τὸ ἀγριώτερον, εἰς τραχύτερα μέτρα, Θουκ. 6, 60. 3) ἐπὶ πραγμάτων, περιστάσεων, κτλ., [[τραχύς]], [[σκληρός]], δεσμά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 176· [[τέρας]], Εὐρ. Ἱππ. 1214· νὺξ ἀγριωτέρη, ἀγρία, [[θυελλώδης]], Ἡρόδ. 8. 13· [[δουλεία]], [[δούλωσις]], Πλάτ. Πολ. 564Α, καὶ ἀλλ.· ξύστασις ἀγρία, βιαία [[προσπάθεια]], ὁ αὐτ. Φιλ. 46D ἄγρ. βάρος, ἐπὶ δυνατοῦ, θερμοῦ οἴνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130. β) ἀγρ. [[νόσος]], πιθ. συνώνυμ. τῷ τεθηριωμένος, η, ἐν τῇ ἰατρ. σημασ., χαλεπή, [[καρκινώδης]], Σοφ. Φ. 173, 265· ἄγρ. [[ἕλκος]], Βίων 1. 16· ἴδε [[ἀγριαίνω]], [[ἀγριόω]], καὶ πρβλ. Κέλσ. 5. 28, 16. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ίως, μὲ ἄγριον, μανιώδη τρόπον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 972, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 705· [[ὡσαύτως]], ἄγρια, οὐδ. πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. 236, Μόσχ. 1. 11. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] ἁπανταχοῦ μακρὰ παρ’ Ὁμήρῳ· παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφοκλ. [[εἶναι]] μακρὰ ἐν Ἰαμβικ. στίχοις, ἀλλὰ βραχεῖα ἐν λυρικοῖς· παρ’ Εὐρ. μακρὰ ἢ βραχεῖα ἀδιαφόρως. -Ὁ Ὅμηρ. ἔχει ῑ, [[ὅταν]] ἡ λήγουσα [[εἶναι]] μακρά, Ἰλ. Χ. 313]. | |lstext='''ἄγριος''': -α, -ον, Ὀδ. Ι. 119· ὡσαύτ. ος, ον, Ἰλ. Τ. 88, Πλάτ. Νόμ. 824Α· [[ἄγριος]], ὡς θηλ., [[ὡσαύτως]] παρὰ Φωκυλ. 3. 6, Θεοκρ. 22. 36· ἀγρία ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 614, Σοφ. Φ. 173, 265, Ο. Τ. 476: - συγκρ. -ώτερος, Θουκ. 6. 60: -ὑπερθ. -ώτατος, Πλάτ. Πολ. 564Α: ([[ἀγρός]]): ὁ ζῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς, [[ἄγριος]], Λατ. agrestis: [[ἐντεῦθεν]]· Ι. ἐπὶ ζῴων τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ τιθασὸς ἢ [[ἥμερος]], [[ἄγριος]], ἄγριον [[θηρίον]]· βάλλειν ἄγρια πάντα, ἄγρια ζῷα παντὸς εἴδους, Ἱλ. Ε. 52· αἴξ, σῦς, Γ. 24., Ι. 539· ἵπποι, ὄνοι, κτλ., Ἡρόδ. 7. 86., κτλ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς ἐν ἀγρίᾳ καταστάσει διατελούντων, ὁ αὐτ. Δ. 191· ἐπὶ χωρικοῦ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν πολίτην, Μόσχ. 5. 15. 2) ἐπὶ δένδρων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἥμερον, [[ἄγριος]], Πινδ. Ἀποσπ. 21, Ἡρόδ. 4.21, κτλ.· μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτόν, παρασκευασθὲν ἐξ ἀγρίας ἀμπέλου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, 4· ἄγριον [[ἔλαιον]]. Σοφ. Τρ. 1197· ὕλη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 476, κτλ. 3) ἐπὶ χωρῶν· ἀγρία γῆ, [[ἀκαλλιέργητος]], Λατ. horridus, Πλάτ. Φαίδ. 113 Β, Νόμ. 905 Β: - [[ἀλλά]], ΙΙ. κατ’ ἐξοχ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων, κτλ. καθ’ ὅσον ἔχουσιν ἰδιότητας ἀνηκούσας εἰς ἀγρίαν κατάστασιν: 1) ὑπὸ ἠθικὴν ἔννοιαν, [[τραχύς]], κακός, [[χαλεπός]], [[ἄγριος]], Λατ. ferus, ferox, Ἰλ. Θ. 96. Ὀδ. Α. 199, κτλ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 349, 567, Αἰσχίν. 8. 10· [[τύραννος]], [[δεσπότης]], Πλάτ. Γοργ. 510 Β. Πολ. 329 C· ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ, Θεόκρ. 23, 19, πρβλ. 2, 54· ἄγρ. [[κυβευτής]], ὁ [[μετὰ]] πάθους παίζων κύβους, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 335. 2) ἐπὶ χαρακτῆρος, διαθέσεως, πάθους, [[ἄγροικος]], [[τραχύς]], [[ἄγριος]], [[μανιώδης]], κακός, [[θυμός]], [[χόλος]], Ἰλ. Ι. 629, Δ. 23· [[λέων]] δ’ ὣς ἄγρια οἶδεν, Ω. 41· ἄγρ. [[πτόλεμος]], [[μῶλος]], Ρ. 737, 398· [[ἄγριος]] ἄτη, Τ. 88· ἄγρ. ὁδοί, ἄγρ. τρόποι ἢ βουλαί, Σοφ. Ἀντ. 1274· [[ὀργή]], Ο. Τ. 344· ἀγριώτατα ἤθεα, Ἡρόδ. 4. 106· ἔρωτες, Πλάτ. Φαίδ. 81Α· [[φιλία]], ὁ αὐτ. Νόμ. 837 Β, πρβλ. Πολ. 572 Β, κτλ.: - τὸ ἄγριον, ἡ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. Κρατ. 394Ε· ἐς τὸ ἀγριώτερον, εἰς τραχύτερα μέτρα, Θουκ. 6, 60. 3) ἐπὶ πραγμάτων, περιστάσεων, κτλ., [[τραχύς]], [[σκληρός]], δεσμά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 176· [[τέρας]], Εὐρ. Ἱππ. 1214· νὺξ ἀγριωτέρη, ἀγρία, [[θυελλώδης]], Ἡρόδ. 8. 13· [[δουλεία]], [[δούλωσις]], Πλάτ. Πολ. 564Α, καὶ ἀλλ.· ξύστασις ἀγρία, βιαία [[προσπάθεια]], ὁ αὐτ. Φιλ. 46D ἄγρ. βάρος, ἐπὶ δυνατοῦ, θερμοῦ οἴνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130. β) ἀγρ. [[νόσος]], πιθ. συνώνυμ. τῷ τεθηριωμένος, η, ἐν τῇ ἰατρ. σημασ., χαλεπή, [[καρκινώδης]], Σοφ. Φ. 173, 265· ἄγρ. [[ἕλκος]], Βίων 1. 16· ἴδε [[ἀγριαίνω]], [[ἀγριόω]], καὶ πρβλ. Κέλσ. 5. 28, 16. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ίως, μὲ ἄγριον, μανιώδη τρόπον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 972, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 705· [[ὡσαύτως]], ἄγρια, οὐδ. πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. 236, Μόσχ. 1. 11. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] ἁπανταχοῦ μακρὰ παρ’ Ὁμήρῳ· παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφοκλ. [[εἶναι]] μακρὰ ἐν Ἰαμβικ. στίχοις, ἀλλὰ βραχεῖα ἐν λυρικοῖς· παρ’ Εὐρ. μακρὰ ἢ βραχεῖα ἀδιαφόρως. -Ὁ Ὅμηρ. ἔχει ῑ, [[ὅταν]] ἡ λήγουσα [[εἶναι]] μακρά, Ἰλ. Χ. 313]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui vit dans les champs ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> sauvage;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> sauvage, farouche, violent, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]]. | |||
}} | }} |