Anonymous

καινίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινίζω''': μέλλ. ―ῐῶ· ([[καινός]])· ― ποιῶ τι καινόν· κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ταύτης πρέπει τὸ [[καινίζω]] νὰ ἀναλύηται εἰς τὸ ἔχω καινόν, [[φέρω]] καινόν, ὡς καὶ τι καινίζει [[στέγη]], ἡ [[οἰκία]] ἔχει τι καινὸν περὶ ἑαυτήν, κἄτι παράδοξον, Σοφ. Τρ. 867· καίνινισον [[ζυγόν]], δοκίμασον τὸν νέον [[ζυγόν]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1071· [[ἀμφίβληστρον]] ὡς ἐκαίνισαν, πῶς κατὰ πρῶτον μετεχειρίσθησαν τὸ [[δίκτυον]], (λαμβανομένης τῆς τοῦ Blomfield διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ᾧ σ’ ἐκαίνισαν, [[ὅπερ]] ὁ Stanley ἑρμηνεύει: «μὲ τὸ ὁποῖον ἐσχάτως σὲ συνέλαβον»), ὁ αὐτ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 492· [[καινίζω]] εὐχάς, [[προσφέρω]] [[νέας]], παραδόξους προσευχάς, Εὐρ. Τρῳ. 889· πρῶτος [[ἐπεὶ]] τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν, ἐχρήσατο πρῶτος [[αὐτός]], περὶ τοῦ ταύρου ὃν κατεσκεύασεν ὁ Περίλαος, Καλλ. Ἀποσπ. 119· [[καινίζω]] [[δόρυ]] Λυκόφρ. 530. ΙΙ. [[νεωτερίζω]], [[ὥστε]] μηδὲν... καινίζεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 62. ΙΙΙ. [[ἀνακαινίζω]], τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 8679. ― Πρβλ. [[ἐγκαινίζω]].
|lstext='''καινίζω''': μέλλ. ―ῐῶ· ([[καινός]])· ― ποιῶ τι καινόν· κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ταύτης πρέπει τὸ [[καινίζω]] νὰ ἀναλύηται εἰς τὸ ἔχω καινόν, [[φέρω]] καινόν, ὡς καὶ τι καινίζει [[στέγη]], ἡ [[οἰκία]] ἔχει τι καινὸν περὶ ἑαυτήν, κἄτι παράδοξον, Σοφ. Τρ. 867· καίνινισον [[ζυγόν]], δοκίμασον τὸν νέον [[ζυγόν]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1071· [[ἀμφίβληστρον]] ὡς ἐκαίνισαν, πῶς κατὰ πρῶτον μετεχειρίσθησαν τὸ [[δίκτυον]], (λαμβανομένης τῆς τοῦ Blomfield διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ᾧ σ’ ἐκαίνισαν, [[ὅπερ]] ὁ Stanley ἑρμηνεύει: «μὲ τὸ ὁποῖον ἐσχάτως σὲ συνέλαβον»), ὁ αὐτ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 492· [[καινίζω]] εὐχάς, [[προσφέρω]] [[νέας]], παραδόξους προσευχάς, Εὐρ. Τρῳ. 889· πρῶτος [[ἐπεὶ]] τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν, ἐχρήσατο πρῶτος [[αὐτός]], περὶ τοῦ ταύρου ὃν κατεσκεύασεν ὁ Περίλαος, Καλλ. Ἀποσπ. 119· [[καινίζω]] [[δόρυ]] Λυκόφρ. 530. ΙΙ. [[νεωτερίζω]], [[ὥστε]] μηδὲν... καινίζεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 62. ΙΙΙ. [[ἀνακαινίζω]], τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 8679. ― Πρβλ. [[ἐγκαινίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καινίσω, <i>att.</i> καινιῶ;<br /><b>1</b> faire une chose pour la première fois, innover, inaugurer : [[ζυγόν]] ESCHL inaugurer le joug, le porter pour la première fois;<br /><b>2</b> faire qch de nouveau, d’inusité, d’étrange : [[τι]] καινίζει [[στέγη]] SOPH il se passe du nouveau dans le palais.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
}}
}}