3,277,636
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλόνυμφος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, [[κυρίως]] ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ [[μελλόνυμφος]], τὸ [[μελλόνυμφος]] [[δέον]] νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω [[δόμος]]· ὁ μ.· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ [[μελλονυμφίος]] διορθωτέον [[μελλόνυμφος]]. | |lstext='''μελλόνυμφος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, [[κυρίως]] ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ [[μελλόνυμφος]], τὸ [[μελλόνυμφος]] [[δέον]] νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω [[δόμος]]· ὁ μ.· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ [[μελλονυμφίος]] διορθωτέον [[μελλόνυμφος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nubile;<br /><b>2</b> qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]]. | |||
}} | }} |