Anonymous

παράρρυμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράρρῡμα''': τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον [[παρά]] τι καὶ χρησιμεῦον ὡς [[παράφραγμα]]: 1) [[παραπέτασμα]] δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων [[χάριν]] προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ [[ταῦτα]] καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[παράρρυμα]] ποδός, [[κάλυμμα]] τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς [[κάλλος]]. τινὲς δὲ [[σχοινίον]] ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ [[ὑπόδημα]]».
|lstext='''παράρρῡμα''': τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον [[παρά]] τι καὶ χρησιμεῦον ὡς [[παράφραγμα]]: 1) [[παραπέτασμα]] δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων [[χάριν]] προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ [[ταῦτα]] καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[παράρρυμα]] ποδός, [[κάλυμμα]] τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς [[κάλλος]]. τινὲς δὲ [[σχοινίον]] ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ [[ὑπόδημα]]».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />toile qu’on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥύομαι]].
}}
}}