3,277,759
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευάζω''': μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· ([[σκεῦος]], [[σκευή]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[μάλιστα]] δὲ [[ἑτοιμάζω]] τροφήν, [[μαγειρεύω]], πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα [[αὐτόθι]] 1104· [[ὄψον]] Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ [[δεῖπνον]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον [[μετὰ]] φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» [[φαγητόν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], σκ. κατὰ οἶκον, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, [[προπαρασκευάζω]], «[[προμηθεύομαι]]», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· [[ὡσαύτως]], τόξα σκ. [[ἑαυτοῦ]] παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. [[ἐναντίον]] αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], [[ἐπιφέρω]], πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐξασφαλίζω]], [[ἀπολαμβάνω]], Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 16· πρβλ. [[συσκευάζω]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, [[παρέχω]], «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα [[αὐτόθι]] 12· σκ. τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· [[ὡσαύτως]], σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, [[ἐνδύω]] ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. [[ἐνσκευάζω]]. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, [[εἶναι]] κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138. | |lstext='''σκευάζω''': μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· ([[σκεῦος]], [[σκευή]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[μάλιστα]] δὲ [[ἑτοιμάζω]] τροφήν, [[μαγειρεύω]], πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα [[αὐτόθι]] 1104· [[ὄψον]] Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ [[δεῖπνον]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον [[μετὰ]] φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» [[φαγητόν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], σκ. κατὰ οἶκον, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, [[προπαρασκευάζω]], «[[προμηθεύομαι]]», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· [[ὡσαύτως]], τόξα σκ. [[ἑαυτοῦ]] παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. [[ἐναντίον]] αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], [[ἐπιφέρω]], πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐξασφαλίζω]], [[ἀπολαμβάνω]], Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 16· πρβλ. [[συσκευάζω]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, [[παρέχω]], «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα [[αὐτόθι]] 12· σκ. τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· [[ὡσαύτως]], σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, [[ἐνδύω]] ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. [[ἐνσκευάζω]]. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, [[εἶναι]] κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> σκευάσω, <i>ao.</i> ἐσκεύασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σκευασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσκευάσθην, <i>pf.</i> ἐσκεύασμαι, <i>pqp.</i> ἐσκευάσμην;<br />mettre en état, accommoder, approprier, <i>d’où</i><br /><b>1</b> préparer, apprêter : θηρία HDT accommoder du gibier;<br /><b>2</b> appareiller, équiper : τινα habiller <i>ou</i> parer qqn ; τινα πανοπλίῃ HDT revêtir qqn d’une armure complète ; <i>Pass.</i> être équipé, accoutré ; <i>rar. en parl. de choses</i> être orné, décoré de, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκευάζομαι (<i>f. inus., ao.</i> ἐσκευασάμην, <i>pf.</i> ἐσκεύασμαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’équiper, se vêtir;<br /><b>2</b> faire ses paquets, déménager.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]]. | |||
}} | }} |