3,274,916
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συσπειράω''': προμαζεύω, κουβαριάζω, [[κάμνω]] ἕνα κουβάρι, συναγαγοῦσα [[πανταχόθεν]] ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Γαλην. τ. 4, σ. 753· - Μέσ., [[περιτυλίσσω]] τὸ ἱμάτιόν μου περὶ ἐμαυτόν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ αὐτάρκους ἢ τοῦ εἰς τὰ ὀλίγα ἀρκουμένου (πρβλ. mea virtute me involvo), Πλούτ. 2. 828C, ἴδε Wytt nb. 157C. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ στρατιωτῶν, σχηματίζομαι εἰς πυκνὴν παράταξιν (ἴδε [[σπεῖρα]] 9), Ξεν. 7, 5, 6, Ἀν. 1. 8, 21, κτλ.· σ. ἐπὶ τόπον, [[βαδίζω]] ἐν τοιαύτῃ τάξει [[πρός]] τινα τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 11· ἐπὶ μελισσῶν, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι, Λατ. conglobati Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 29. 2) ἐπὶ ὄφεων, [[κεῖμαι]] συνεσπειραμένος, κουλουριασμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 4, 13 (διάφ. γραφ. συνεσπειρωμένος)· οὕτω, ἔν τινι γωνίᾳ τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων Πλούτ. 2. 77F· [[πλόκαμος]] συνεσπειραμένος ἐς [[τοὐπίσω]] Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2. 3) ζαρώνω, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται Πλάτ. Συμπ. 206C· εἰς ἑαυτὸ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6. 4) συγκεντροῦμαι, εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα Πλούτ. 2. 828C. | |lstext='''συσπειράω''': προμαζεύω, κουβαριάζω, [[κάμνω]] ἕνα κουβάρι, συναγαγοῦσα [[πανταχόθεν]] ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Γαλην. τ. 4, σ. 753· - Μέσ., [[περιτυλίσσω]] τὸ ἱμάτιόν μου περὶ ἐμαυτόν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ αὐτάρκους ἢ τοῦ εἰς τὰ ὀλίγα ἀρκουμένου (πρβλ. mea virtute me involvo), Πλούτ. 2. 828C, ἴδε Wytt nb. 157C. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ στρατιωτῶν, σχηματίζομαι εἰς πυκνὴν παράταξιν (ἴδε [[σπεῖρα]] 9), Ξεν. 7, 5, 6, Ἀν. 1. 8, 21, κτλ.· σ. ἐπὶ τόπον, [[βαδίζω]] ἐν τοιαύτῃ τάξει [[πρός]] τινα τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 11· ἐπὶ μελισσῶν, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι, Λατ. conglobati Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 29. 2) ἐπὶ ὄφεων, [[κεῖμαι]] συνεσπειραμένος, κουλουριασμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 4, 13 (διάφ. γραφ. συνεσπειρωμένος)· οὕτω, ἔν τινι γωνίᾳ τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων Πλούτ. 2. 77F· [[πλόκαμος]] συνεσπειραμένος ἐς [[τοὐπίσω]] Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2. 3) ζαρώνω, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται Πλάτ. Συμπ. 206C· εἰς ἑαυτὸ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6. 4) συγκεντροῦμαι, εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα Πλούτ. 2. 828C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />rouler ensemble, pelotonner : [[τάξις]] συνεσπειραμένη XÉN troupe massée en colonne ; σ. ἐπὶ τόπον XÉN marcher en colonnes vers un lieu;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσπειράομαι-ῶμαι;<br /><b>1</b> se rouler sur soi-même, se pelotonner;<br /><b>2</b> se renfermer en soi-même, <i>càd</i> se contenter de peu;<br /><b>3</b> se concentrer : [[εἴς]] [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σπεῖρα]]. | |||
}} | }} |