Anonymous

πλανάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰνάω''': μέλλ. ήσω, κτλ. ― Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 376C, Λουκ. Περεγρ. 16, -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 9, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 27· ἀόρ. ἐπλανήθην Εὐρ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. πεπλάνημαι Ἡρόδ., Ἀττ.· ― τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι τοὺς Ἀττ. συνῃρ. τύπους, ἀλλ’ ἐν 2. 41, πλανέονται· ([[πλάνη]]). Πεζογραφικὸς [[τύπος]] τοῦ [[πλάζω]] (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς), [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, Ἡρόδ. 4. 128, Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) παραπλανῶ, [[παρασύρω]] ἐκ τῆς ὑποθέσεως τοῦ λόγου, ἐν ὁμιλίᾳ, Δημ. 448, ἐν τέλ. 3) ὁδηγῶ [[ἐσφαλμένως]], [[παρασύρω]], παραπλανῶ, ἀπατῶ, ἢ γνώμῃ πλανᾷ; Σοφ. Ο. Κ. 316, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 356D, Νόμ. 655D· τὸ ἀόριστον πλανᾷ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 14, 2· τὰ μὴ πλανῶντα ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 12, 1· ― [[ὡσαύτως]], [[παρασύρω]] ἀπὸ..., [[μετὰ]] γεν., Schäf. Mel. σ. 88. ΙΙ. Παθ., περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, παραπλανῶμαι, ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Ἰλ. Ψ. 321· [[ὅποι]] γῆς... πεπλάνημαι Αἰσχύλ. Πρ. 564· π. εἰς πόλεις Λυσ. 129. 1β· κατὰ τὴν χώραν Ἰσοκρ. 132Α· περὶ τὰ πεδία Πλάτ. Πολιτικ. 264C· ἀπολ., Σοφ. Ο. Κ. 347, κτλ.· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Πλάτ. Νόμ. 822Α, Ἀριστ., κλπ. β) μετ’ αἰτ. τόπου, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα, περιπλανηθεὶς εἰς ταύτην τὴν βάρ..., Λατ. oberrare, Εὐρ. Ἑλ. 598 (πρβλ. [[ἀλάομαι]])· ἀλλὰ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., πολλοὺς δέ τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ [[κάτω]] πλανώμενοι [[μόλις]] ἀφικνεῖσθε [[ὅποι]] [[ἡμεῖς]] [[πάλαι]] ἥκομεν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ― ἐπὶ φημῶν, πολλά... ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι Σοφ. Ο. Κ. 304. 2) [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προκειμένου ἐν τῷ λόγῳ, πλανᾶσθαι ἐν τῷ λόγῳ Ἡρόδ. 2. 115· πλ. ἀπὸ τοῦ λόγου Πλάτ. Πολιτικ. 263Α. 3) [[μετὰ]] γεν., πλαναθεὶς καιροῦ, ἀπωλέσας τὴν εὐκαιρίαν, ἀποτυχών, Πινδ. Ν. 8. 6. 4) [[πράττω]] τι ἀτάκτως ἢ ἀλογίστως, Ἡρόδ. 6. 52· ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα, τὰ ἀτάκτως ἐπελθόντα εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 16, 2· πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ Αἰσχύλ. Πρ. 275· πεπλανημένον τρόπον, ἀτάκτως, Ἱππ. Προγν. 4. 5· οὕτω, [[πεπλανημένως]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1. 7. 5) πλανῶμαι τὸν νοῦν, «χάνω», Ἡρόδ. 8. 37, Αἰσχύλ. Πρ. 473· πλ. καὶ ἀπορῶ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304C· πλ. καὶ ταράττεται ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 79C· π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις Ἰσοκρ. 320D, 420A· πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Ἀντιδόσ. § 284.
|lstext='''πλᾰνάω''': μέλλ. ήσω, κτλ. ― Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 376C, Λουκ. Περεγρ. 16, -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 9, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 27· ἀόρ. ἐπλανήθην Εὐρ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. πεπλάνημαι Ἡρόδ., Ἀττ.· ― τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι τοὺς Ἀττ. συνῃρ. τύπους, ἀλλ’ ἐν 2. 41, πλανέονται· ([[πλάνη]]). Πεζογραφικὸς [[τύπος]] τοῦ [[πλάζω]] (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς), [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, Ἡρόδ. 4. 128, Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) παραπλανῶ, [[παρασύρω]] ἐκ τῆς ὑποθέσεως τοῦ λόγου, ἐν ὁμιλίᾳ, Δημ. 448, ἐν τέλ. 3) ὁδηγῶ [[ἐσφαλμένως]], [[παρασύρω]], παραπλανῶ, ἀπατῶ, ἢ γνώμῃ πλανᾷ; Σοφ. Ο. Κ. 316, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 356D, Νόμ. 655D· τὸ ἀόριστον πλανᾷ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 14, 2· τὰ μὴ πλανῶντα ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 12, 1· ― [[ὡσαύτως]], [[παρασύρω]] ἀπὸ..., [[μετὰ]] γεν., Schäf. Mel. σ. 88. ΙΙ. Παθ., περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, παραπλανῶμαι, ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Ἰλ. Ψ. 321· [[ὅποι]] γῆς... πεπλάνημαι Αἰσχύλ. Πρ. 564· π. εἰς πόλεις Λυσ. 129. 1β· κατὰ τὴν χώραν Ἰσοκρ. 132Α· περὶ τὰ πεδία Πλάτ. Πολιτικ. 264C· ἀπολ., Σοφ. Ο. Κ. 347, κτλ.· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Πλάτ. Νόμ. 822Α, Ἀριστ., κλπ. β) μετ’ αἰτ. τόπου, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα, περιπλανηθεὶς εἰς ταύτην τὴν βάρ..., Λατ. oberrare, Εὐρ. Ἑλ. 598 (πρβλ. [[ἀλάομαι]])· ἀλλὰ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., πολλοὺς δέ τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ [[κάτω]] πλανώμενοι [[μόλις]] ἀφικνεῖσθε [[ὅποι]] [[ἡμεῖς]] [[πάλαι]] ἥκομεν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ― ἐπὶ φημῶν, πολλά... ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι Σοφ. Ο. Κ. 304. 2) [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προκειμένου ἐν τῷ λόγῳ, πλανᾶσθαι ἐν τῷ λόγῳ Ἡρόδ. 2. 115· πλ. ἀπὸ τοῦ λόγου Πλάτ. Πολιτικ. 263Α. 3) [[μετὰ]] γεν., πλαναθεὶς καιροῦ, ἀπωλέσας τὴν εὐκαιρίαν, ἀποτυχών, Πινδ. Ν. 8. 6. 4) [[πράττω]] τι ἀτάκτως ἢ ἀλογίστως, Ἡρόδ. 6. 52· ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα, τὰ ἀτάκτως ἐπελθόντα εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 16, 2· πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ Αἰσχύλ. Πρ. 275· πεπλανημένον τρόπον, ἀτάκτως, Ἱππ. Προγν. 4. 5· οὕτω, [[πεπλανημένως]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1. 7. 5) πλανῶμαι τὸν νοῦν, «χάνω», Ἡρόδ. 8. 37, Αἰσχύλ. Πρ. 473· πλ. καὶ ἀπορῶ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304C· πλ. καὶ ταράττεται ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 79C· π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις Ἰσοκρ. 320D, 420A· πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Ἀντιδόσ. § 284.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> écarter du droit chemin, égarer, acc. ; <i>Pass.</i> aller çà et là, errer : πλανᾶν κατὰ χώραν ISOCR errer dans un pays ; [[ἐν]] Αἰγύπτῳ PLUT en Égypte ; <i>avec acc. de manière</i> : πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι XÉN s’égarer en faisant beaucoup de détours;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> écarter du but ; <i>Pass.</i> s’écarter du but : λόγοι πλανώμενοι XÉN paroles qui manquent le but;<br /><b>2</b> tromper, abuser, acc. ; <i>Pass.</i> se fourvoyer, se tromper, s’abuser ; avoir l’esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
}}
}}