Anonymous

φράτηρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φράτηρ''': [ᾱ], ὁ, γεν φράτερος (ἴδε ἐν τέλει)˙ [[μέλος]] φράτρας˙ ἐν τῷ πληθ., οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴν φράτραν, Λατ. curiales, Αἰσχύλ. Εὐμ. 656, Ἀριστοφ. Ἱππ. 255, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἰσαίῳ˙ εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (τοῦτο δὲ ἐγίνετο ὅτε ὁ [[παῖς]] ἡλικοῦτο, πρβλ. [[μεῖον]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1669, πρβλ. Λυσίαν 183. 11˙ ἐγγράφειν τινα εἰς τοὺς φρ. Ἰσαῖος 68. 4˙ εἰσάγειν εἰς τοὺς φρ. ὁ αὐτ. 58. 25˙ οὐκ ἐδέξαντο οἱ φρ. [[αὐτόθι]] 28˙ γαμηλίαν τοῖς φράτερσι εἰσφέρειν ὁ αὐτ. 46. 8˙ οὐκ ἔφυσε φράτερας, [[μετὰ]] παιδιᾶς πρὸς τὸ φραστῆρας ὀδόντας (ἴδε ἐν λέξ. [[φραστήρ]]), δὲν ἔβγαλε τοὺς πολιτικούς του ὀδόντας, δὲν [[εἶναι]] ἀληθὴς [[πολίτης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 418, πρβλ. Ὄρν. 765˙ φράτερες τριωβόλου, οἱ Ἀθηναῖοι δικασταί, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 255. 2) μεταφορ. ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ἀγρέως, τὸ γένος κοσσύφων [[φράτωρ]] Αἰλ. περὶ Ζῴων 8. 24. Ὁ ἐν ταῖς ἐκδόσεσι [[συνήθης]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[φράτωρ]], ορος (ὡς ἐν μεταγεν. Ἀντιγράφοις καὶ ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 10., -86., -88., -89)˙ ἀλλ’ οἱ κράτιστοι τῶν κριτικῶν ἀποκαθιστῶσι τὸν τύπον [[φράτηρ]], ερος παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἑπόμενοι τῷ Εὐσταθίῳ 239. 33, Α. Β. 992 καὶ τοῖς παλαιοτέροις Ἀντιγράφοις, ἴδε Ἕρμανν. καὶ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. ἔνθ. ἀνωτ., Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 225, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. 218˙ καὶ ὁ Βεκκῆρ. δὲ ἔχει δεχθῇ τὸν τύπον τοῦτον ἐν πολλοῖς χωρίοις τοῦ Δημοσθένους, εἰ καὶ τηρεῖ τὸν τύπον ἐν 1054. 14., 1305. 22, Λυσίας 183. 10, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7, κλπ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. [[φράτρα]] (Ἰων. [[φρήτρη]]). φρατρία, [[φρατριάζω]], [[φράτριος]], ἡ δὲ πρώτη [[σημασία]] τοῦ φράτηρ [[εἶναι]] [[ἀδελφός]], Ἀγγλ. brother· («φρήτηρ˙ ἀδελφὸς» Ἡσύχ.)˙ πρβλ. Σανσκρ. bhrat-a· Ζενδ. bhrat- ar· Λατ. frat-er· Γοτθ. brôth-ar, πληθ. brôth-rahans, Ἀρχ. Γερμαν. bruodar, Ἀρχ. Σκανδ. bródír, πληθ. brœdra, Ἀγγλο-Σαξον. brôdar, Σλαυ. bratrŭ· Ἀρχ. Ἰρλ. bráth-ir· ― [[εἶναι]] δὲ [[ἀξία]] παρατηρήσεως τῷ ὄντι ἡ ἀποκλειστικῶς πολιτικὴ [[σημασία]] τῆς λέξεως ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ).
|lstext='''φράτηρ''': [ᾱ], ὁ, γεν φράτερος (ἴδε ἐν τέλει)˙ [[μέλος]] φράτρας˙ ἐν τῷ πληθ., οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴν φράτραν, Λατ. curiales, Αἰσχύλ. Εὐμ. 656, Ἀριστοφ. Ἱππ. 255, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἰσαίῳ˙ εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (τοῦτο δὲ ἐγίνετο ὅτε ὁ [[παῖς]] ἡλικοῦτο, πρβλ. [[μεῖον]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1669, πρβλ. Λυσίαν 183. 11˙ ἐγγράφειν τινα εἰς τοὺς φρ. Ἰσαῖος 68. 4˙ εἰσάγειν εἰς τοὺς φρ. ὁ αὐτ. 58. 25˙ οὐκ ἐδέξαντο οἱ φρ. [[αὐτόθι]] 28˙ γαμηλίαν τοῖς φράτερσι εἰσφέρειν ὁ αὐτ. 46. 8˙ οὐκ ἔφυσε φράτερας, [[μετὰ]] παιδιᾶς πρὸς τὸ φραστῆρας ὀδόντας (ἴδε ἐν λέξ. [[φραστήρ]]), δὲν ἔβγαλε τοὺς πολιτικούς του ὀδόντας, δὲν [[εἶναι]] ἀληθὴς [[πολίτης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 418, πρβλ. Ὄρν. 765˙ φράτερες τριωβόλου, οἱ Ἀθηναῖοι δικασταί, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 255. 2) μεταφορ. ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ἀγρέως, τὸ γένος κοσσύφων [[φράτωρ]] Αἰλ. περὶ Ζῴων 8. 24. Ὁ ἐν ταῖς ἐκδόσεσι [[συνήθης]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[φράτωρ]], ορος (ὡς ἐν μεταγεν. Ἀντιγράφοις καὶ ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 10., -86., -88., -89)˙ ἀλλ’ οἱ κράτιστοι τῶν κριτικῶν ἀποκαθιστῶσι τὸν τύπον [[φράτηρ]], ερος παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἑπόμενοι τῷ Εὐσταθίῳ 239. 33, Α. Β. 992 καὶ τοῖς παλαιοτέροις Ἀντιγράφοις, ἴδε Ἕρμανν. καὶ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. ἔνθ. ἀνωτ., Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 225, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. 218˙ καὶ ὁ Βεκκῆρ. δὲ ἔχει δεχθῇ τὸν τύπον τοῦτον ἐν πολλοῖς χωρίοις τοῦ Δημοσθένους, εἰ καὶ τηρεῖ τὸν τύπον ἐν 1054. 14., 1305. 22, Λυσίας 183. 10, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7, κλπ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. [[φράτρα]] (Ἰων. [[φρήτρη]]). φρατρία, [[φρατριάζω]], [[φράτριος]], ἡ δὲ πρώτη [[σημασία]] τοῦ φράτηρ [[εἶναι]] [[ἀδελφός]], Ἀγγλ. brother· («φρήτηρ˙ ἀδελφὸς» Ἡσύχ.)˙ πρβλ. Σανσκρ. bhrat-a· Ζενδ. bhrat- ar· Λατ. frat-er· Γοτθ. brôth-ar, πληθ. brôth-rahans, Ἀρχ. Γερμαν. bruodar, Ἀρχ. Σκανδ. bródír, πληθ. brœdra, Ἀγγλο-Σαξον. brôdar, Σλαυ. bratrŭ· Ἀρχ. Ἰρλ. bráth-ir· ― [[εἶναι]] δὲ [[ἀξία]] παρατηρήσεως τῷ ὄντι ἡ ἀποκλειστικῶς πολιτικὴ [[σημασία]] τῆς λέξεως ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ).
}}
{{bailly
|btext=ερος (ὁ) :<br />membre d’une phratrie ; <i>d’ord. au plur.</i> [[οἱ]] φράτερες membres d’une même phratrie.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> frater.
}}
}}