Anonymous

τρωπάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρωπάομαι-ῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
}}