Anonymous

ἐκμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(ls test)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, εἰς μανίαν [[ἐμβάλλω]], τρελλαίνω, ἐκμήνας θυμὸν ἔρωτι Πλάτ. Ἐλεγειακ. 7 Bgk., πρβλ. Θεόκρ. 5. 90· ἐπί τινι, ἐξ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 965· φόβῳ [[τέτρωρον]] ἐκμαίνων ὄχον Εὐρ. Ἱππ. 1229· σὸν ἐκμῆναι, νὰ διεγείρῃ [[μέχρι]] μανίας τὴν ἐπιθυμίαν σου, Σοφ. Τρ. 1142· καὶ πᾶν τὸ θῆλυ [[σπέρμα]] Καδμείων, ὅσαι γυναῖκες ἦσαν, ἐξέμηνα δωμάτων, τὰς ἔκαμα νὰ φύγωσιν ἐκ τῶν οἰκιῶν ὡς μαινόμεναι, Εὐρ. Βάκχ. 36: - Παθ. [[μετὰ]] β΄ ἐνεργ. πρκμ. ἐκμέμηνα· τοιαῦτα ἐκμαίνεσθαι εἴς τινα, ἔχειν τοιαύτην μανίαν [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 3. 33, 37· οὕτω μετ’ αἰτ., χάνω τὸν νοῦν μου ἐξ ἔρωτος, τρελλαίνομαι, οἱ μὲν καλὴν Κυβήβην τὸν ἡμίθηλυν Ἄττιν ἐν οὔρεσιν βοῶντα λέγουσιν ἐκμανῆναι Ἀνακρεόντ. 11. (12) 4, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 5· τινι Ἀρισταίν. 1. 15, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ: ἐπὶ προσώπων πασχόντων ἐκ παραληρήματος ἢ παροδικῆς παραφροσύνης, Ἱππ. 1112Α, κτλ.
|lstext='''ἐκμαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, εἰς μανίαν [[ἐμβάλλω]], τρελλαίνω, ἐκμήνας θυμὸν ἔρωτι Πλάτ. Ἐλεγειακ. 7 Bgk., πρβλ. Θεόκρ. 5. 90· ἐπί τινι, ἐξ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 965· φόβῳ [[τέτρωρον]] ἐκμαίνων ὄχον Εὐρ. Ἱππ. 1229· σὸν ἐκμῆναι, νὰ διεγείρῃ [[μέχρι]] μανίας τὴν ἐπιθυμίαν σου, Σοφ. Τρ. 1142· καὶ πᾶν τὸ θῆλυ [[σπέρμα]] Καδμείων, ὅσαι γυναῖκες ἦσαν, ἐξέμηνα δωμάτων, τὰς ἔκαμα νὰ φύγωσιν ἐκ τῶν οἰκιῶν ὡς μαινόμεναι, Εὐρ. Βάκχ. 36: - Παθ. [[μετὰ]] β΄ ἐνεργ. πρκμ. ἐκμέμηνα· τοιαῦτα ἐκμαίνεσθαι εἴς τινα, ἔχειν τοιαύτην μανίαν [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 3. 33, 37· οὕτω μετ’ αἰτ., χάνω τὸν νοῦν μου ἐξ ἔρωτος, τρελλαίνομαι, οἱ μὲν καλὴν Κυβήβην τὸν ἡμίθηλυν Ἄττιν ἐν οὔρεσιν βοῶντα λέγουσιν ἐκμανῆναι Ἀνακρεόντ. 11. (12) 4, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 5· τινι Ἀρισταίν. 1. 15, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ: ἐπὶ προσώπων πασχόντων ἐκ παραληρήματος ἢ παροδικῆς παραφροσύνης, Ἱππ. 1112Α, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκμανῶ, <i>ao.</i> ἐξέμηνα ; <i>ao.2 Pass.</i> ἐξεμάνην;<br /><b>1</b> rendre fou, affoler ; <i>particul.</i> affoler de désir, de passion ; ἐκμ. πόθον SOPH exciter la passion ; <i>Pass.</i> avoir une passion folle : [[περί]] τινα pour qqn;<br /><b>2</b> rendre furieux ; <i>Pass.</i> être rendu furieux : [[ὑπό]] τινος par l’effet de qch ; ἐκμ. ἔς τινα être furieux contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μαίνω]].
}}
}}