Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, [[μετὰ]] γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς [[δρῦς]] εἰς τὰς ἡμιόνους [[ὅπως]] ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]], κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν [[ὄπισθεν]] διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν [[αὐτοῦ]] πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «[[ἐπάνω]] μου», [[κρεμῶ]] τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]], δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν [[σχοινίων]], Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
|lstext='''ἐκδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, [[μετὰ]] γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς [[δρῦς]] εἰς τὰς ἡμιόνους [[ὅπως]] ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]], κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν [[ὄπισθεν]] διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν [[αὐτοῦ]] πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «[[ἐπάνω]] μου», [[κρεμῶ]] τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]], δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν [[σχοινίων]], Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao. inf.</i> ἐκδῆσαι <i>et part.</i> ἐκδήσας;<br />lier à : [[τί]] τινος attacher une chose à une autre (un câble à un rocher, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b> (seul. ao. et pqp.</i>);<br /><b>1</b> attacher à : [[τί]] τινι une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> attacher à soi-même, <i>càd</i> suspendre à son cou, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[δέω]].
}}
}}