Anonymous

ἀναρπάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρπάζω''': μέλλ. -άσω (κατωτέρ. ΙΙΙ.) καὶ -άξω, συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -άσομαι, ἴδε κατωτέρ. ΙΙΙ: ἀόρ. -ήρπασα καὶ -αξα, παρ’ Ὁμήρ. κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: (ἴδε [[ἁρπάζω]]). Κύπτω καὶ [[ἁρπάζω]] ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, ἐν γαίῃ δ’ ἐπάγη (τὸ [[ἔγχος]])· ἀνὰ δ’ ἤρπασε Παλλὰς [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Χ. 276· οὕτω Πινδ. ΙΙ. 4. 60, καὶ Ἀττ.: ἀν. τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 7. 1, 15: ἐπὶ τοῦ ἡλίου μεταβάλλοντος εἰς ἀτμὸν καὶ ἀνάγοντος τὸ [[ὕδωρ]], ὁ [[ἥλιος]] ἀνάγει καὶ ἀναρπάζει τοῦ ὕδατος τό τε λεπτότερον καὶ κουφότατον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. ΙΙ. [[ἁρπάζω]], [[ἀπάγω]], ὅτε μιν... ἀνήρπασε Φοῖβος Ἰλ. Ι. 564· ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης [[θείω]] ἀναρπάξας Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437· [[τότε]] δή μιν ἀναρπάξασα [[θύελλα]] Ὀδ. Δ. 515, πρβλ. Ε. 419· ἐπὶ δουλεμπόρων, [[ἀλλά]] μ’ ἀνήρπαξαν Τάφιοι Ο. 427· οὕτω παρὰ Διοδ., κτλ.: ἀνήρπασέν ποτε ἡ καλλιφεγγὴς Κέφαλον εἰς θεοὺς Ἔως Εὐρ. Ἱππ. 454· ἀν. τοῖς ὄνυξιν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 17· πρβλ. Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 10: - Παθ., [[φροῦδος]] ἀναρπασθεὶς Σοφ. Ἠλ. 848: καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς [[ὡσαύτως]], ἀπάγομαι διὰ τῆς βίας, σύρομαι ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων, ἄγομαι εἰς τὴν φυλακήν, Λατ. rapi in jus, δεῖ με ἀνηρπάσθαι 554. 1· πρβλ. 136. 11., 550. 20· ἴδε Βουττμάν. Δημ. Μειδ. ἐν τῷ πίνακι. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, διασώζω, ἀπολυτρώνω, Πλουτ. Πύρρ. 16. ΙΙΙ. [[κυριεύω]] ἐξ ἐφόδου, [[διαρπάζω]], λαφυραγωγῶ, σύ... ἀναρπάσεις δόμους Εὐρ. Ἴων 1303· οὕτω καὶ ἐπὶ προσώπων, [[καταβάλλω]], νικῶ ἐξ ἐφόδου, ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Φωκέας Ἡρόδ. 8. 28., 9. 59: - Παθ., ἀνήρπασται [[πόλις]] Εὐρ. Φοίν. 1079, Ἑλ. 751, Δημ. 123. 10, Αἰσχίν. 72. 30. ΙV. [[διαρπάζω]], [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], πολλοὺς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14· [[τρία]] τάλαντα ἀνηρπάκασι Δημ. 822. 27: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προαγοραζόντων [[ἐμπόρευμα]] χονδρικῶς εἰς χαμηλότατην τιμὴν [[ὅπως]] πωλήσωσιν αὐτὸ αἰσχροκερδῶς εἰς ὑπερβολικὴν τιμήν, [[ὅταν]] γὰρ [[μάλιστα]] σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, ἀναρπάζουσιν οὗτοι καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν Λυσ. κατὰ Σιτοπωλ. 165. 30.
|lstext='''ἀναρπάζω''': μέλλ. -άσω (κατωτέρ. ΙΙΙ.) καὶ -άξω, συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -άσομαι, ἴδε κατωτέρ. ΙΙΙ: ἀόρ. -ήρπασα καὶ -αξα, παρ’ Ὁμήρ. κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: (ἴδε [[ἁρπάζω]]). Κύπτω καὶ [[ἁρπάζω]] ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, ἐν γαίῃ δ’ ἐπάγη (τὸ [[ἔγχος]])· ἀνὰ δ’ ἤρπασε Παλλὰς [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Χ. 276· οὕτω Πινδ. ΙΙ. 4. 60, καὶ Ἀττ.: ἀν. τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 7. 1, 15: ἐπὶ τοῦ ἡλίου μεταβάλλοντος εἰς ἀτμὸν καὶ ἀνάγοντος τὸ [[ὕδωρ]], ὁ [[ἥλιος]] ἀνάγει καὶ ἀναρπάζει τοῦ ὕδατος τό τε λεπτότερον καὶ κουφότατον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. ΙΙ. [[ἁρπάζω]], [[ἀπάγω]], ὅτε μιν... ἀνήρπασε Φοῖβος Ἰλ. Ι. 564· ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης [[θείω]] ἀναρπάξας Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437· [[τότε]] δή μιν ἀναρπάξασα [[θύελλα]] Ὀδ. Δ. 515, πρβλ. Ε. 419· ἐπὶ δουλεμπόρων, [[ἀλλά]] μ’ ἀνήρπαξαν Τάφιοι Ο. 427· οὕτω παρὰ Διοδ., κτλ.: ἀνήρπασέν ποτε ἡ καλλιφεγγὴς Κέφαλον εἰς θεοὺς Ἔως Εὐρ. Ἱππ. 454· ἀν. τοῖς ὄνυξιν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 17· πρβλ. Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 10: - Παθ., [[φροῦδος]] ἀναρπασθεὶς Σοφ. Ἠλ. 848: καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς [[ὡσαύτως]], ἀπάγομαι διὰ τῆς βίας, σύρομαι ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων, ἄγομαι εἰς τὴν φυλακήν, Λατ. rapi in jus, δεῖ με ἀνηρπάσθαι 554. 1· πρβλ. 136. 11., 550. 20· ἴδε Βουττμάν. Δημ. Μειδ. ἐν τῷ πίνακι. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, διασώζω, ἀπολυτρώνω, Πλουτ. Πύρρ. 16. ΙΙΙ. [[κυριεύω]] ἐξ ἐφόδου, [[διαρπάζω]], λαφυραγωγῶ, σύ... ἀναρπάσεις δόμους Εὐρ. Ἴων 1303· οὕτω καὶ ἐπὶ προσώπων, [[καταβάλλω]], νικῶ ἐξ ἐφόδου, ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Φωκέας Ἡρόδ. 8. 28., 9. 59: - Παθ., ἀνήρπασται [[πόλις]] Εὐρ. Φοίν. 1079, Ἑλ. 751, Δημ. 123. 10, Αἰσχίν. 72. 30. ΙV. [[διαρπάζω]], [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], πολλοὺς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14· [[τρία]] τάλαντα ἀνηρπάκασι Δημ. 822. 27: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προαγοραζόντων [[ἐμπόρευμα]] χονδρικῶς εἰς χαμηλότατην τιμὴν [[ὅπως]] πωλήσωσιν αὐτὸ αἰσχροκερδῶς εἰς ὑπερβολικὴν τιμήν, [[ὅταν]] γὰρ [[μάλιστα]] σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, ἀναρπάζουσιν οὗτοι καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν Λυσ. κατὰ Σιτοπωλ. 165. 30.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναρπάσω, <i>ao.</i> ἀνήρπασα, <i>pf.</i> ἀνήρπακα;<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> entraîner en haut, saisir en enlevant ; ἀνηρπασμένος [[εἰς]] θεούς PLUT enlevé au ciel et placé parmi les dieux;<br /><b>2</b> enlever en hâte, saisir vivement : τὰ ὅπλα XÉN ses armes;<br /><b>3</b> bouleverser de fond en comble, ravager, détruire (une ville);<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) emmener de force, entraîner : τινα ἀπὸ μάχης IL entraîner qqn hors du combat ; [[ἀν]]. [[τι]] emmener <i>ou</i> emporter du butin ; <i>particul.</i> emmener en esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἁρπάζω]].
}}
}}