Anonymous

αἰτέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτέω''': πρβλ. [[αἴτημι]]: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) [[μάλιστα]] μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. δίκας αἰτ. τινὰ φόνου, ἀπαιτῶ [[παρά]] τινος ἱκανοποίησιν διὰ φόνον, Ἡρόδ. 8. 114. Ὡσαύτως αἰτ. τι [[πρός]] τινος, Θέογν. 556· [[παρά]] τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16. 3) μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. ζητῶ τινα νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Γ. 173, Σοφ. Ο. Κ. 13349, Ἀντ. 65, κτλ.· [[ὡσαύτως]] αἰτ. [[παρά]] τινος δοῦναι, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 4) ἐν τῇ λογικῇ, [[λαμβάνω]] τι ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1, 24. 2. Τοπ. 8. 13, 2, κτλ. ΙΙ. Μέσ. ζητῶ τι δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ σκοπόν, ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 480· [[συχνάκις]] [[εἶναι]] σχεδὸν = τῷ ἐνεργ. καὶ [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς συντάξεως, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 822, κτλ. αἰτεῖσθαί τινα [[ὅπως]]..., Ἀντιφῶν 112, 41· [[συχν]]. ἀπολύτ. κατὰ μετοχήν, αἰτουμένῳ μοι δός, Αἰσχύλ. Χο. 480. πρβλ. 2, Θήβ. 260, Σοφ. Φ. 63· αἰτουμένη που τεύξεται, ὁ αὐτ. Ἀντ. 778· αἰτησάμενος ἐχρήσατο, Λυσ. 154, 24· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ’ αἰτούμενος, Μένανδ. ἐν «Ὑμνίδι» 5· αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος, ζητῶ διά τινα, Λυσ. 141, 35. ΙΙΙ. παθ. ἐπὶ προσώπων, αἰτεῖσθαι ὑπὸ ἄλλου, αἰτηθείς τι, Ἡρόδ. 8. 111, Θουκ. 2. 97· αἰτεύμενος, Θεόκρ. 14. 63: [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι μοῖσαν, παρακαλοῦμαι νά… κτλ., Πινδ. Ι. 8 (7), 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ζητοῦμαι, τὸ αἰτεόμενον, Ἡρόδ. 8. 112· ἵπποι ᾐτημένοι, δεδανεισμένοι, Λυσ. 169, 17.
|lstext='''αἰτέω''': πρβλ. [[αἴτημι]]: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) [[μάλιστα]] μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. δίκας αἰτ. τινὰ φόνου, ἀπαιτῶ [[παρά]] τινος ἱκανοποίησιν διὰ φόνον, Ἡρόδ. 8. 114. Ὡσαύτως αἰτ. τι [[πρός]] τινος, Θέογν. 556· [[παρά]] τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16. 3) μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. ζητῶ τινα νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Γ. 173, Σοφ. Ο. Κ. 13349, Ἀντ. 65, κτλ.· [[ὡσαύτως]] αἰτ. [[παρά]] τινος δοῦναι, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 4) ἐν τῇ λογικῇ, [[λαμβάνω]] τι ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1, 24. 2. Τοπ. 8. 13, 2, κτλ. ΙΙ. Μέσ. ζητῶ τι δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ σκοπόν, ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 480· [[συχνάκις]] [[εἶναι]] σχεδὸν = τῷ ἐνεργ. καὶ [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς συντάξεως, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 822, κτλ. αἰτεῖσθαί τινα [[ὅπως]]..., Ἀντιφῶν 112, 41· [[συχν]]. ἀπολύτ. κατὰ μετοχήν, αἰτουμένῳ μοι δός, Αἰσχύλ. Χο. 480. πρβλ. 2, Θήβ. 260, Σοφ. Φ. 63· αἰτουμένη που τεύξεται, ὁ αὐτ. Ἀντ. 778· αἰτησάμενος ἐχρήσατο, Λυσ. 154, 24· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ’ αἰτούμενος, Μένανδ. ἐν «Ὑμνίδι» 5· αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος, ζητῶ διά τινα, Λυσ. 141, 35. ΙΙΙ. παθ. ἐπὶ προσώπων, αἰτεῖσθαι ὑπὸ ἄλλου, αἰτηθείς τι, Ἡρόδ. 8. 111, Θουκ. 2. 97· αἰτεύμενος, Θεόκρ. 14. 63: [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι μοῖσαν, παρακαλοῦμαι νά… κτλ., Πινδ. Ι. 8 (7), 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ζητοῦμαι, τὸ αἰτεόμενον, Ἡρόδ. 8. 112· ἵπποι ᾐτημένοι, δεδανεισμένοι, Λυσ. 169, 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ᾔτουν]], <i>f.</i> αἰτήσω, <i>ao.</i> [[ᾔτησα]], <i>pf.</i> [[ᾔτηκα]];<br /><i>Pass. f.</i> αἰτηθήσομαι, <i>ao.</i> [[ᾐτήθην]], <i>pf.</i> [[ᾔτημαι]];<br />demander : [[τι]] qch ; τινά [[τι]], [[τι]] [[παρά]] τινος XÉN qch à qqn ; τινί [[τι]] HDT qch pour qqn ; τινα ποιεῖν OD à qqn de faire ; <i>Pass.</i> αἰτούμενός [[τι]] à qui l’on demande qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> αἰτέομαι-οῦμαι (<i>f.</i> αἰτήσομαι, <i>ao.</i> ᾐτησάμην) demander pour soi : [[τι]] qch ; [[τι]] [[παρά]] τινος qch à qqn ; αἰτουμένῳ μοι [[δός]] ESCHL accorde cela à ma prière.<br />'''Étymologie:''' cf. [[αἴνυμαι]].
}}
}}