Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνταῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνταῖος''': -α, -ον, ([[ἄντα]]) ὁ κατ’ εὐθεῖαν [[ἐναντίος]], Λατ. adversus, ὅτε οἱ παγχάλκων ἀνταία γενύων ὡρμάθη πλαγὰ Σοφ. Ἠλ. 196, Εὐρ. Ἀνδρ. 844· ἀνταίαν ἔπαισεν (δηλ. πληγὴν) Σοφ. Ἀντ. 1308. 2) [[ἐναντίος]] τινί, [[ἐχθρικός]], [[μισητός]], Λατ. adversarius, κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Αἰσχύλ. Χο. 588· πομπὰ Εὐρ. Ι. Α. 1324, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 74, 310, 406· τἀνταῖα θεῶν, οἱ ἐχθρικοὶ αὐτῶν σκοποί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 604. ΙΙ. [[ἱκέσιος]], [[εὐλιτάνευτος]], ἀνταίη [[δαίμων]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1141, ἀνταίη [[βασίλεια]], θεὰ Ὀρφ. Ὕ. 41. 1. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «ἀνταίας· πολεμίας· ἐχθρᾶς. Σοφοκλῆς Πολυείδῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 219)», [[προσέτι]]: «ἀνταίαν· ἔκτοπον, χαλεπήν. Σοφοκλῆς Τισίῳ (Σοφ. Ἀποσπ. 63)», καί: «ἀνταία· ἐναντία (ἢ [[ἀντία]]). [[ἱκέσιος]]. Αἰσχύλος Σεμέλῃ (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 367.) σημαίνει δὲ καὶ δαίμονα, καὶ τὴν Ἑκάτην δὲ Ἀνταίαν λέγουσιν, ἀπὸ τοῦ ἐπιπέμπειν...»· [[ἀνταῖος]] [[Ζεὺς]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 113.
|lstext='''ἀνταῖος''': -α, -ον, ([[ἄντα]]) ὁ κατ’ εὐθεῖαν [[ἐναντίος]], Λατ. adversus, ὅτε οἱ παγχάλκων ἀνταία γενύων ὡρμάθη πλαγὰ Σοφ. Ἠλ. 196, Εὐρ. Ἀνδρ. 844· ἀνταίαν ἔπαισεν (δηλ. πληγὴν) Σοφ. Ἀντ. 1308. 2) [[ἐναντίος]] τινί, [[ἐχθρικός]], [[μισητός]], Λατ. adversarius, κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Αἰσχύλ. Χο. 588· πομπὰ Εὐρ. Ι. Α. 1324, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 74, 310, 406· τἀνταῖα θεῶν, οἱ ἐχθρικοὶ αὐτῶν σκοποί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 604. ΙΙ. [[ἱκέσιος]], [[εὐλιτάνευτος]], ἀνταίη [[δαίμων]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1141, ἀνταίη [[βασίλεια]], θεὰ Ὀρφ. Ὕ. 41. 1. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «ἀνταίας· πολεμίας· ἐχθρᾶς. Σοφοκλῆς Πολυείδῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 219)», [[προσέτι]]: «ἀνταίαν· ἔκτοπον, χαλεπήν. Σοφοκλῆς Τισίῳ (Σοφ. Ἀποσπ. 63)», καί: «ἀνταία· ἐναντία (ἢ [[ἀντία]]). [[ἱκέσιος]]. Αἰσχύλος Σεμέλῃ (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 367.) σημαίνει δὲ καὶ δαίμονα, καὶ τὴν Ἑκάτην δὲ Ἀνταίαν λέγουσιν, ἀπὸ τοῦ ἐπιπέμπειν...»· [[ἀνταῖος]] [[Ζεὺς]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 113.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est en face, par devant : ἀνταία [[πληγή]] SOPH coup reçu par devant ; ἀνταίαν παίειν τινά SOPH frapper qqn par devant;<br /><b>2</b> adversaire, ennemi ; contraire <i>en parl. du vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄντα]] <i>ou</i> [[ἀντί]].
}}
}}