ἀνταῖος
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
α, ον, (ἄντα)
A set over against, right opposite, ἀνταία πληγή a wound in front, right in the breast, S.El.195, E.Andr.844; ἀνταίαν ἔπαισεν (sc. πληγήν) S.Ant.1308.
2 opposed to, hostile, hateful, κνώδαλον ἀ. βροτοῖσιν A.Ch.588 (lyr.); πομπά E.IA1323 (lyr.), cf. S. Fr.72,334; θεός ib.335; τἀνταῖα θεῶν their hostile purposes, A.Pers. 604.
II besought with prayers, epithet of Hecate, etc., A.R.1.1141, cf. Orph.H.41.1; ἀνταία·.. ἱκέσιος, A. (Fr.223)ap.Hsch.; ἀνταῖος Ζεύς Sch.Il.22.113.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1frontal, que va o viene de frente παγχάλκων ἀνταία γενύων ... πλαγά S.El.195, ἵν' ἀνταίαν ἐρείσω πλαγάν E.Andr.843
•ac. fem. como adv. de frente, directamente τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισεν ... ξίφει; S.Ant.1308.
2 hostil, dañino κνωδάλων ἀνταίων βροιοῖσι A.Ch.588, ἀνταῖα ... 'κ θεῶν signos desfavorables ... de los dioses A.Pers.604, ἀνταίας θεοῦ ref. a Hécate según Hsch.α 5307 en S.Fr.335, cf. 72, 334, Erot.17.9
•contrario de un viento, E.IA 1323.
II a quien se implora mediante súplicas epít. de Hécate, A.Fr.361, de Rea ἀνταίη δαίμων A.R.1.1141, Ἀνταία βασίλεια Orph.H.41.1, cf. Sch.A.R.1.1141, Sud., de Zeus ἀνταῖος ἱκέσιος Ζεύς Sch.Il.22.113.
German (Pape)
[Seite 243] (ἄντα), 1) entgegenstehend, ἀνταία πληγή, eine Wunde vorn in der Brust, d. i. eine tödtliche, Soph. El. 188; Eur. Andr. 843; ohne πληγή Soph. Ant. 1292; widrig, feindselig, κνώδαλα βροτοῖς ἀνταῖα Aesch. Ch. 581; ἀνταίαν πνεῦσαι πομπάν, widrigen Geleitswind wehen lassen, Eur. I. A. 1324. – 2) an den man sich mit Bitten wendet, Aesch. frg. 201; bes. hieß so Hekate: aber Ap. Rh. 1, 1141 ist ἀνταίη δαίμων nach Schol. Ῥέα. – Aesch. Sept. 546 τἀνταῖα θεῶν, Flehen zu den Göttern.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est en face, par devant : ἀνταία πληγή SOPH coup reçu par devant ; ἀνταίαν παίειν τινά SOPH frapper qqn par devant;
2 adversaire, ennemi ; contraire en parl. du vent.
Étymologie: ἄντα ou ἀντί.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταῖος:
1 обращенный против (кого-л.), направленный в упор, лобовой, т. е. смертельный (πληγή Soph., Eur.): ἀνταίαν παῖσαί τινα (sc. πληγήν) Soph. поразить кого-л. насмерть;
2 противный, встречный: ἀνταίαν πνεῦσαι πομπάν Eur. поднять встречный ветер;
3 враждебный (κνώδαλα ἀνταῖα βροτοῖσι Aesch.): ἀνταῖα θεῶν Aesch. враждебность богов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταῖος: -α, -ον, (ἄντα) ὁ κατ’ εὐθεῖαν ἐναντίος, Λατ. adversus, ὅτε οἱ παγχάλκων ἀνταία γενύων ὡρμάθη πλαγὰ Σοφ. Ἠλ. 196, Εὐρ. Ἀνδρ. 844· ἀνταίαν ἔπαισεν (δηλ. πληγὴν) Σοφ. Ἀντ. 1308. 2) ἐναντίος τινί, ἐχθρικός, μισητός, Λατ. adversarius, κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Αἰσχύλ. Χο. 588· πομπὰ Εὐρ. Ι. Α. 1324, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 74, 310, 406· τἀνταῖα θεῶν, οἱ ἐχθρικοὶ αὐτῶν σκοποί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 604. ΙΙ. ἱκέσιος, εὐλιτάνευτος, ἀνταίη δαίμων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1141, ἀνταίη βασίλεια, θεὰ Ὀρφ. Ὕ. 41. 1. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «ἀνταίας· πολεμίας· ἐχθρᾶς. Σοφοκλῆς Πολυείδῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 219)», προσέτι: «ἀνταίαν· ἔκτοπον, χαλεπήν. Σοφοκλῆς Τισίῳ (Σοφ. Ἀποσπ. 63)», καί: «ἀνταία· ἐναντία (ἢ ἀντία). ἱκέσιος. Αἰσχύλος Σεμέλῃ (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 367.) σημαίνει δὲ καὶ δαίμονα, καὶ τὴν Ἑκάτην δὲ Ἀνταίαν λέγουσιν, ἀπὸ τοῦ ἐπιπέμπειν...»· ἀνταῖος Ζεὺς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 113.
Greek Monolingual
ἀνταῖος, -α, -ον (Α) άντα
1. ο ακριβώς αντίθετος
2. (για πλήγματα) αυτός που καταφέρεται ίσια στο στήθος
3. φρ. «τἀνταῖα θεῶν
οι εχθρικές διαθέσεις των θεών
4. (επίθ. θεών) αυτός που εξευμενίζεται με ικεσία.
Greek Monotonic
ἀνταῖος: -α, -ον (ἄντα),
1. ενάντια τοποθετημένος, άκρως αντίθετος, ἀνταία πληγή, πληγή από μπροστά, σε Σοφ., Ευρ.
2. αντίθετος, εχθρικός, μισητός, σε Ευρ.· τινι, σε κάποιον, σε Αισχύλ.· τἀνταῖα θεῶν, οι εχθρικοί τους σκοποί, στον ίδ.
Middle Liddell
ἄντα
1. set over against, right opposite, ἀνταία πληγή a wound in front, Soph., Eur.
2. opposed to, hostile, hateful, Eur.; τινι to one, Aesch.; τἀνταῖα θεῶν their hostile purposes, Aesch.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний