Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνορθόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνορθόω''': μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. [[κατορθόω]]): ― ὑπερσ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ [[αὔξησις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπανορθόω]], πρβλ. [[συνεπανορθόω]]. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, [[ἀνακαινίζω]], ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ [[τεῖχος]] 7. 208· καὶ τὸ [[στρατόπεδον]], «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, [[αὖθις]] ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· [[ὑποβαστάζω]] τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, [[φροντίζω]] νὰ [[ἀνακαινίζω]] τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς προτέραν [[αὐτοῦ]] [[ἀκμήν]], ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.
|lstext='''ἀνορθόω''': μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. [[κατορθόω]]): ― ὑπερσ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ [[αὔξησις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπανορθόω]], πρβλ. [[συνεπανορθόω]]. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, [[ἀνακαινίζω]], ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ [[τεῖχος]] 7. 208· καὶ τὸ [[στρατόπεδον]], «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, [[αὖθις]] ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· [[ὑποβαστάζω]] τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, [[φροντίζω]] νὰ [[ἀνακαινίζω]] τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς προτέραν [[αὐτοῦ]] [[ἀκμήν]], ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀνώρθωσα;<br />rebâtir, relever, restaurer, rétablir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρθόω]].
}}
}}