ἀνορθόω

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορθόω Medium diacritics: ἀνορθόω Low diacritics: ανορθόω Capitals: ΑΝΟΡΘΟΩ
Transliteration A: anorthóō Transliteration B: anorthoō Transliteration C: anorthoo Beta Code: a)norqo/w

English (LSJ)

aor. ἀνώρθωσα E Alc.1138, Isoc.5.64, etc.: plpf. with double augm. ἠνωρθώκει v.l. in Lib.Ep.1039: the double augm. is common in the compd. ἐπανορθόω:—
A set up again, restore, rebuild, τὸν νηόν Hdt.1.19; τὸ τεῖχος 7.208; τὸ στρατόπεδον Th.6.88, etc.; τὸ σῶμά τινος E.Ba.364:—Med., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων have them rebuilt, Arist.Pol.1322b20.
2 restore to health or restore to well being. πόλιν S.OT46: τινά Pl.Lg.919d.
3 set straight again, set right, correct, τινά E.Supp.1228; τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R. 346e.

Spanish (DGE)

I c. mov. hacia arriba
1 poner derecho, enderezar σῶμ' ἐμόν E.Ba.364, una nariz hundida, Hp.Art.37
fig. poner en pie, consolidar πόλιν S.OT 46, E.Fr.1p.154M., de los magnetes οὓς ὁ θεὸς ἀνορθῶν Pl.Lg.919d, αὐτὴν (τὴν σκηνὴν Δαυειδ) Act.Ap.15.16, τὸν θρόνον αὐτοῦ LXX 2Re.7.13, 1Pa.17.12.
2 edificar τὸ στρατόπεδον Th.6.88, τὸ προπύλαιον SB 10169.4 (II d.C.).
II c. ἀνάde nuevorestaurar τὸν νηόν Hdt.1.19, τὸ τεῖχος Hdt.7.208, X.HG 4.8.12, τὰ τείχη τῆς πατρίδος Isoc.5.64, cf. IG 12(7).62.17, 18 (Amorgos IV a.C.), τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arist.Pol.1322b20
fig. corregir μ' ἀνορθοῖς E.Supp.1228, τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R.346e, τὸ ταπεινὸν τῆς ψυχῆς Gr.Thaum.Pan.Or.8
curar με Lib.Ep.1039.

French (Bailly abrégé)

ἀνορθῶ :
ao. ἀνώρθωσα;
rebâtir, relever, restaurer, rétablir.
Étymologie: ἀνά, ὀρθόω.

German (Pape)

impf. ἠνώρθουν, aufrichten, σῶμα Eur. Bacch. 364; τεῖχος Xen. Hell. 4.8.12; übertragen, πόλιν Soph. O.R. 46, 51; vgl. Plat. Legg. XI.919d; wieder aufbauen, ἱερά Her. 8.141; Thuc. 6.88; überhaupt verbessern, herstellen, κακά Plat. Rep. I.346e.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορθόω:
1 вновь сооружать, отстраивать, восстанавливать (τεῖχος Her., Xen., Isocr.; στρατόπεδον Thuc.; πόλιν Soph.; med. τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arst.; перен. τὴν τυραννίδα σαλεύουσαν Plut.);
2 подпирать, поддерживать (τὸ σῶμά τινος Eur.);
3 наставлять, вразумлять (τινα Eur.);
4 исправлять, устранять (τὰ κακά Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορθόω: μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. κατορθόω): ― ὑπερσ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ αὔξησις εἶναι συνήθης ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπανορθόω, πρβλ. συνεπανορθόω. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ τεῖχος 7. 208· καὶ τὸ στρατόπεδον, «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, αὖθις ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· ὑποβαστάζω τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, φροντίζω νὰ ἀνακαινίζω τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) ἐπαναφέρω τι εἰς προτέραν αὐτοῦ ἀκμήν, ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.

English (Strong)

from ἀνά and a derivative of the base of ὀρθός; to straighten up: lift (set) up, make straight.

English (Thayer)

ἀνόρθω: future ἀνορθώσω; 1st aorist ἀνωρθωσα; 1st aorist passive ἀνωρθωθην (ἀνορθωθην L T Tr; cf. (WH s Appendix, p. 161); Buttmann, 34 (30); (Winer's Grammar, 73) (70));
1. to set up, make erect: a crooked person, she was made straight, stood erect); drooping hands and relaxed knees (to raise them up by restoring their strength), to rear again, build anew: ἀκηνην, Herodotus 1,19 τόν νηον ... τόν ἐνέπρησαν; 8,140; Xenophon, Hell. 4,8, 12, etc.; in various senses in the Sept.).

Greek Monotonic

ἀνορθόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἀνώρθωσα,
1. ανεγείρω, αποκαθιστώ, ανοικοδομώ, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. επαναφέρω στην πρότερη ακμή ή ευημερία, πόλιν, σε Σοφ.
3. επανορθώνω, διορθώνω, τινά, σε Ευρ.

Middle Liddell

1. to set up again, restore, rebuild, Hdt., Thuc.
2. to restore to health or well-being, πόλιν Soph.
3. to set straight again, set right, correct, τινα Eur.

Chinese

原文音譯:¢norqÒw 安-哦而拖哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向上-直立 相當於: (זָקַף‎) (כּוּן‎ / נָכֹון‎) (סָמַךְ‎)
字義溯源:直立起來,使直,恢復,加強,挺起來,直起腰來,重新建立,建立起來;由(ἀνά)*=上)與(ὀρθός)*=正直的)組成。這字是建築上用詞,意為:重新建造
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 你們要⋯挺起來(1) 來12:12;
2) 她⋯直起腰來(1) 路13:13;
3) 重新建立(1) 徒15:16

Lexicon Thucydideum

restituere, to restore, 6.88.5.

Translations

rebuild

Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại