Anonymous

ἀνοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοικοδομέω''': μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, [[κτίζω]], τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) [[φράττω]] διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται [[συχνάκις]] ἀποικ- ὡς [[διάφορος]] γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, [[κτίζω]] [[πάλιν]], πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν [[ἡμεῖς]] μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες [[ὄνομα]]» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15).
|lstext='''ἀνοικοδομέω''': μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, [[κτίζω]], τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) [[φράττω]] διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται [[συχνάκις]] ἀποικ- ὡς [[διάφορος]] γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, [[κτίζω]] [[πάλιν]], πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν [[ἡμεῖς]] μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες [[ὄνομα]]» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> fortifier, barricader;<br /><b>2</b> reconstruire, rebâtir, relever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}