3,277,180
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνοικοδομέω''': μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, [[κτίζω]], τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) [[φράττω]] διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται [[συχνάκις]] ἀποικ- ὡς [[διάφορος]] γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, [[κτίζω]] [[πάλιν]], πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν [[ἡμεῖς]] μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες [[ὄνομα]]» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15). | |lstext='''ἀνοικοδομέω''': μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, [[κτίζω]], τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) [[φράττω]] διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται [[συχνάκις]] ἀποικ- ὡς [[διάφορος]] γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, [[κτίζω]] [[πάλιν]], πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν [[ἡμεῖς]] μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες [[ὄνομα]]» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> fortifier, barricader;<br /><b>2</b> reconstruire, rebâtir, relever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκοδομέω]]. | |||
}} | }} |