Anonymous

ἀπαντλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18.
|lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀπήντλουν, <i>ao.</i> ἀπήντλησα;<br /><b>1</b> puiser;<br /><b>2</b> épuiser, supprimer : ἀπ. [[βάρος]] ψυχῆς EUR alléger le poids de l’âme ; πόνων [[τί]] τινι ESCHL apporter quelque allégement aux peines de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀντλέω]].
}}
}}