3,274,873
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18. | |lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀπήντλουν, <i>ao.</i> ἀπήντλησα;<br /><b>1</b> puiser;<br /><b>2</b> épuiser, supprimer : ἀπ. [[βάρος]] ψυχῆς EUR alléger le poids de l’âme ; πόνων [[τί]] τινι ESCHL apporter quelque allégement aux peines de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀντλέω]]. | |||
}} | }} |