3,277,172
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔζωνος''': Ἐπικ. ἐΰζωνος, ον, ([[ζώνη]]) [[καλῶς]] ἐζωσμένος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ. Α. 429, Ψ. 261, 760, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 212), ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν γυναικῶν (αἵτινες [[ὡσαύτως]] καλοῦνται βαθύζωνοι. καλλίζωνοι, βαθύκολποι), ἐκ τοῦ [[ζώνη]] (ἴδε τὴν λέξ.)· πρβλ. Μüller Archäol. d. Kunst. § 339. 3. - Kαθ’ Ἡσύχ. «[[εὔζωνος]]· [[εὔτοκος]]. καλή». 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐζωσμένος πρὸς γύμνασιν, ἐζωσμένος ἢ ἐνδεδυμένος ἐλαφρῶς πρὸς πορείαν, [[δραστήριος]], [[ἐνεργητικός]], τὸ τοῦ Ὁρατίου alte praecinctus, [[μῆκος]] δ’ ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ [[πέντε]] ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Ἡρόδ. 1. 72· [[τριήκοντα]] ἡμερέων εὐζώνῳ ἀνδρὶ [[αὐτόθι]] 104, πρβλ. 2. 34, Θουκ. 2. 97· ἰδίως ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Λατ. expeditus, ἦσαν γὰρ τῶν πολεμίων οἳ εὔζωνοι κατατρέχοντες τοῖς λίθοις ἔβαλλον Ξεν. Ἀν. 5. 4. 23· ἢ ἐπὶ ὁπλιτῶν μὴ φερόντων τὰς βαρείας αὑτῶν ἀσπίδας, [[αὐτόθι]] 7. 3. 46· μεταγεν. ἐπὶ πλοίων, Μάξ. Τύρ. 1. 210: - Ἐπιρρ. -νως, Ἀλκίφρων 3. 55: Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐζώνως· εὐστόλως· μὴ ἔχων [[φορτίον]]». 3) ἐπὶ ἐνδύματος, [[καλῶς]] ἐζωσμένον, Σοφ. Ἀποσπ. 314b. 4) μεταφ., [[εὐβάστακτος]], [[πενία]] Πλουτ. Πελοπίδ. 3· [[βίος]] Δίων Κ. 56. 6. | |lstext='''εὔζωνος''': Ἐπικ. ἐΰζωνος, ον, ([[ζώνη]]) [[καλῶς]] ἐζωσμένος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ. Α. 429, Ψ. 261, 760, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 212), ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν γυναικῶν (αἵτινες [[ὡσαύτως]] καλοῦνται βαθύζωνοι. καλλίζωνοι, βαθύκολποι), ἐκ τοῦ [[ζώνη]] (ἴδε τὴν λέξ.)· πρβλ. Μüller Archäol. d. Kunst. § 339. 3. - Kαθ’ Ἡσύχ. «[[εὔζωνος]]· [[εὔτοκος]]. καλή». 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐζωσμένος πρὸς γύμνασιν, ἐζωσμένος ἢ ἐνδεδυμένος ἐλαφρῶς πρὸς πορείαν, [[δραστήριος]], [[ἐνεργητικός]], τὸ τοῦ Ὁρατίου alte praecinctus, [[μῆκος]] δ’ ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ [[πέντε]] ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Ἡρόδ. 1. 72· [[τριήκοντα]] ἡμερέων εὐζώνῳ ἀνδρὶ [[αὐτόθι]] 104, πρβλ. 2. 34, Θουκ. 2. 97· ἰδίως ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Λατ. expeditus, ἦσαν γὰρ τῶν πολεμίων οἳ εὔζωνοι κατατρέχοντες τοῖς λίθοις ἔβαλλον Ξεν. Ἀν. 5. 4. 23· ἢ ἐπὶ ὁπλιτῶν μὴ φερόντων τὰς βαρείας αὑτῶν ἀσπίδας, [[αὐτόθι]] 7. 3. 46· μεταγεν. ἐπὶ πλοίων, Μάξ. Τύρ. 1. 210: - Ἐπιρρ. -νως, Ἀλκίφρων 3. 55: Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐζώνως· εὐστόλως· μὴ ἔχων [[φορτίον]]». 3) ἐπὶ ἐνδύματος, [[καλῶς]] ἐζωσμένον, Σοφ. Ἀποσπ. 314b. 4) μεταφ., [[εὐβάστακτος]], [[πενία]] Πλουτ. Πελοπίδ. 3· [[βίος]] Δίων Κ. 56. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰζωνος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> à la belle ceinture <i>en parl. de femmes</i>;<br /><b>II.</b> <i>postér., en parl. d’hommes</i> à la tunique bien retroussée à la ceinture (<i>cf. lat.</i> alte praecinctus), <i>d’où</i><br /><b>1</b> agile, alerte, dispos;<br /><b>2</b> léger, facile à supporter (pauvreté, vie);<br /><i>Sp.</i> εὐζωνότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ζώνη]]. | |||
}} | }} |