3,273,773
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόχθος''': ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ [[μόγος]], [[κόπος]], [[ἔργον]] [[βαρύ]], [[ταλαιπωρία]], [[θλῖψις]], ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, [[ὑπὲρ]] τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν [[ἀμφί]] τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ [[μοχθέω]], [[μόχθος]] δὲν [[εἶναι]] συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο [[εἶναι]] μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ [[πονέω]], [[πόνος]]. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μόχθος]] (ἐκ τοῦ [[μογέω]], [[μόγος]], πρβλ. [[ἄχθος]]), ἐν ᾧ τὸ [[πόνος]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] κόπον, [[ἔργον]] κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[πένομαι]] [[πένης]], = ἡ τοῦ πένητος [[μοῖρα]]). | |lstext='''μόχθος''': ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ [[μόγος]], [[κόπος]], [[ἔργον]] [[βαρύ]], [[ταλαιπωρία]], [[θλῖψις]], ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, [[ὑπὲρ]] τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν [[ἀμφί]] τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ [[μοχθέω]], [[μόχθος]] δὲν [[εἶναι]] συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο [[εἶναι]] μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ [[πονέω]], [[πόνος]]. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μόχθος]] (ἐκ τοῦ [[μογέω]], [[μόγος]], πρβλ. [[ἄχθος]]), ἐν ᾧ τὸ [[πόνος]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] κόπον, [[ἔργον]] κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[πένομαι]] [[πένης]], = ἡ τοῦ πένητος [[μοῖρα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]]. | |||
}} | }} |