Anonymous

μόχθος: Difference between revisions

From LSJ
2,142 bytes added ,  17 August 2017
sl1
(Bailly1_3)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]].
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μόχθος]] (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[toil]] esp. in [[athletic]] [[effort]]: cf. [[πόνος]]. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ [[λαβεῖν]], [[τῶν]] δὲ μόχθων ἀμπνοάν (O. 8.7) ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) ἀνὴρ ἐξαίρετον [[ἕλε]] μόχθον (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.30) “μόχθου [[καθύπερθε]] [[νεᾶνις]] ἧτορ ἔχοισα” (P. 9.31) γλυκεῖάν [[τοι]] Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπυκος εὕρηται [[ἄποινα]] μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) (N. 7.16) ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.31) [[ἐπεὶ]] κούφα [[δόσις]] ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) [[οὔτοι]] τετύφλωται μακρὸς [[μόχθος]] [[ἀνδρῶν]] (I. 5.57) μὴ προφαίνειν [[τίς]] φέρεται [[μόχθος]] [[ἄμμιν]] fr. 42. 2. [[μόχθος]] ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. [[δρῦς]]) (P. 4.268) and so, [[object]] of [[toil]], [[task]], ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον (I. 6.28) [[ἐπειδὴ]] τὸν [[ὑπὲρ]] [[κεφαλᾶς]] γε Ταντάλου λίθον [[παρά]] [[τις]] ἔτρεψεν [[ἄμμι]] [[θεός]], ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) (I. 8.11)
}}
}}