Anonymous

ὑποποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποποιέω''': [[ὑποβάλλω]], ποιῶ τι [[ὑποκάτω]] ἑτέρου, [[ὑποτάσσω]], Λατ. subjicere, τί τινι Πλούτ. 2. 671C. - Μέσ., [[ὑποτάσσω]] εἰς ἐμαυτόν, Λουκ. Τόξαρ. 13. 2) [[παράγω]], προξενῶ κατὰ μικρόν, τι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805· «ὡς τῆς προσποιήσεως αὐτῆς τῶν καλῶν ὑποποιούσης τινὰ [[λεληθότως]] ζῆλον καὶ συνήθειαν» Πλουτ. Περικλ. 5. 3) ἐν τῷ μέσ., [[κερδαίνω]] διὰ δολίων μέσων, ἑλκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου διὰ τεχνασμάτων, τινα Δημ. 365. 11, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 2 ὑπ. τοῖς χρήμασιν ἐπί τινα Φιλόστρ. 712. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἀναλαμβάνω]], προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Πλουτ. Καῖσ. 41, πρβλ. Ἀλέξ. 5.
|lstext='''ὑποποιέω''': [[ὑποβάλλω]], ποιῶ τι [[ὑποκάτω]] ἑτέρου, [[ὑποτάσσω]], Λατ. subjicere, τί τινι Πλούτ. 2. 671C. - Μέσ., [[ὑποτάσσω]] εἰς ἐμαυτόν, Λουκ. Τόξαρ. 13. 2) [[παράγω]], προξενῶ κατὰ μικρόν, τι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805· «ὡς τῆς προσποιήσεως αὐτῆς τῶν καλῶν ὑποποιούσης τινὰ [[λεληθότως]] ζῆλον καὶ συνήθειαν» Πλουτ. Περικλ. 5. 3) ἐν τῷ μέσ., [[κερδαίνω]] διὰ δολίων μέσων, ἑλκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου διὰ τεχνασμάτων, τινα Δημ. 365. 11, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 2 ὑπ. τοῖς χρήμασιν ἐπί τινα Φιλόστρ. 712. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἀναλαμβάνω]], προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Πλουτ. Καῖσ. 41, πρβλ. Ἀλέξ. 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre sous : [[τί]] τινι mettre une chose sous une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποποιέομαι-οῦμαι;<br /><b>I.</b> faire naître insensiblement, produire peu à peu, acc.;<br /><b>II.</b> soumettre à son pouvoir ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> mettre sous sa dépendance, acc.;<br /><b>2</b> chercher à gagner, séduire, capter, acc. ; <i>avec</i> [[ἐπί]] et l’acc. : entreprendre sur qqn, chercher à gagner qqn;<br /><b>III.</b> feindre, contrefaire, imiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ποιέω]].
}}
}}