ὑποποιέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A put under, assign to, Διόνυσον τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις Plu.2.671c:—Med., subject to oneself, Luc.Tox.13.
2 produce gradually, μύξαν Hp.Art.40; ζῆλον καὶ συνήθειαν Plu.Per.5.
3 Med., gain by underhand tricks, win by intrigue, win over, [τοὺς Λακεδαιμονίους] D.19.76, cf. Arist.Pol.1303b24, PSI5.452.12 (iv A. D.); [τοῖς χρήμασιν] ὑ. τινὰς ἐπί τινα Philostr.Her.10.6.
II Med., assume, affect, put on, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Plu.Caes. 41, cf. Alex.5.
German (Pape)
[Seite 1229] 1) daruntermachen, darunter- od. einschieben, nachmachen, erkünsteln, Sp. – Med. sich aneignen, anmaßen, durch List und Ränke zu gewinnen suchen; ἵνα μὴ δι' ὑμῶν αὐτοὺς οἱ Φωκεῖς ὑποποιήσωνται Dem. 19, 76; Arist. pol. 5, 4 u. Sp.; auch erheucheln, τὴν τοῦ Κάτωνος παῤῥησίαν Plut. Caes. 41, vgl. Alex. 5. – 2) etwas heimlich od. allmälig thun, bewirken, verursachen, τινὰ λεληθότως ζῆλον Plut. Pericl. 9.
French (Bailly abrégé)
ὑποποιῶ :
mettre sous : τί τινι mettre une chose sous une autre;
Moy. ὑποποιέομαι, ὑποποιοῦμαι;
I. faire naître insensiblement, produire peu à peu, acc.;
II. soumettre à son pouvoir ; fig.
1 mettre sous sa dépendance, acc.;
2 chercher à gagner, séduire, capter, acc. ; avec ἐπί et l'acc. : entreprendre sur qqn, chercher à gagner qqn;
III. feindre, contrefaire, imiter, acc..
Étymologie: ὑπό, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποποιέω: (преимущ. pl.)
1 подделывать, придавать (вид): ὑ. τί τινι Plut. подделывать что-л. подо что-л., приспособлять что-л. к чему-л.; τὸ σχῆμα καὶ προσηγορίαν τινὸς ὑποποιεῖσθαι Plut. принимать на себя чьи-л. функции и звание; τὴν Κάτωνος παρρησίαν ὑποποιούμενος Plut. подражая (в своих речах) откровенности Катона;
2 постепенно создавать, исподволь внушать (ζῆλον καὶ συνήθειαν Plut.);
3 med. привлекать к себе, подчинять себе (τινα Dem., Arst., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποποιέω: ὑποβάλλω, ποιῶ τι ὑποκάτω ἑτέρου, ὑποτάσσω, Λατ. subjicere, τί τινι Πλούτ. 2. 671C. - Μέσ., ὑποτάσσω εἰς ἐμαυτόν, Λουκ. Τόξαρ. 13. 2) παράγω, προξενῶ κατὰ μικρόν, τι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805· «ὡς τῆς προσποιήσεως αὐτῆς τῶν καλῶν ὑποποιούσης τινὰ λεληθότως ζῆλον καὶ συνήθειαν» Πλουτ. Περικλ. 5. 3) ἐν τῷ μέσ., κερδαίνω διὰ δολίων μέσων, ἑλκύω πρὸς τὸ μέρος μου διὰ τεχνασμάτων, τινα Δημ. 365. 11, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 2 ὑπ. τοῖς χρήμασιν ἐπί τινα Φιλόστρ. 712. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀναλαμβάνω, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Πλουτ. Καῖσ. 41, πρβλ. Ἀλέξ. 5.
Greek Monotonic
ὑποποιέω:I. βάζω κάτι κάτω από — Μέσ.,
1. υποτάσσω σε εμένα, σε Λουκ.
2. παράγω, προξενώ σταδιακά, σε Πλούτ.
3. σε Μέσ., κερδίζω με δολια τεχνάσματα, κατακτώ, κερδίζω τη συμπάθεια κάποιου με δόλιο τρόπο, τινά, σε Δημ.
II. σε Μέσ., προσποιούμαι, παριστάνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to put under:—Mid. to subject to oneself, Luc.
2. to produce gradually, Plut.
3. in Mid. to gain by underhand tricks, to win over, τινά Dem.
II. in Mid. to assume, affect, Plut.