Anonymous

ἐπέξειμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέξειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ [[ἐπεξέρχομαι]], εἰς ὃ [[ὡσαύτως]] παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ [[πρός]] τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- [[ἁπλῶς]], [[ἐξέρχομαι]], [[διαφεύγω]], Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, [[καταδιώκω]] δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ [[ὑπὲρ]] φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, [[αὐτόθι]] 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], [[ἐξετάζω]] ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ [[καλῶς]] μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.
|lstext='''ἐπέξειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ [[ἐπεξέρχομαι]], εἰς ὃ [[ὡσαύτως]] παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ [[πρός]] τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- [[ἁπλῶς]], [[ἐξέρχομαι]], [[διαφεύγω]], Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, [[καταδιώκω]] δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ [[ὑπὲρ]] φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, [[αὐτόθι]] 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], [[ἐξετάζω]] ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ [[καλῶς]] μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. prés.</i> ἐπεξιέναι, <i>part.</i> ἐπεξιών, <i>impf.</i> [[ἐπεξῄειν]], <i>f.</i> [[ἐπέξειμι]];<br /><b>I.</b> sortir contre :<br /><b>1</b> marcher contre, τινι;<br /><b>2</b> poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;<br /><b>II.</b> aller jusqu’au bout :<br /><b>1</b> fig. <i>en parl. d’un récit, d’un discours</i> parcourir successivement, acc.;<br /><b>2</b> poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔξειμι]].
}}
}}