Anonymous

ὑμέναιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμέναιος''': [ῠ], ὁ, (Ὑμὴν) τὸ γαμήλιον ᾆσμα, ὃ ᾖδον αἰ τῆς νύμφης θεράπαιναι καὶ σύντροφοι ἄγουσαι αὐτὴν εἰς τοῦ νυμφίου τὸν οἶκον, νυμφικὸν ᾆσμα, νύμφας δ’ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων ἡγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ’ [[ὑμέναιος]] ὀρώρει, «διεγήγερτο πλείστη [[γαμήλιος]] ᾠδὴ» (Σχολ.), Ἰλ. Σ. 493, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 274, καὶ Τραγ.· ἐν τῷ πληθ., ὑμεναίων ἰαχὰ παμφώνων Πινδ. ΙΙ. 3. 30, Εὐρ. Ἄλκ. 922, κλπ.· Αἰολικ. Ὑμήνᾰος, Σαπφὼ 9. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) [[γάμος]], Σοφ. Ο. Τ. 422, Εὐρ. Ἴων 1475· καὶ ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀντ. 813, Εὐρ. Ι. Α. 123, κλπ. ΙΙ. = Ὑμήν, ὁ θεὸς τοῦ γάμου, εἰς ὃν ἀπετείνοντο τὰ γαμήλια ᾄσματα, Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι’ [[ἄναξ]] Εὐριπ. Τρῳ. 311. 314. Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι’ [[αὐτόθι]] 381· Ὑμὴν Ὑμέναι’ ὦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1335 κἑξ.· Ὑμὴν ὦ, Ὑμέναι’ ὦ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1736, 1742· Δωρικ. Ὑμὰν ὦ Ὑμέναιε Θεόκρ. 18. 58, πρβλ. Catull. 61, 62· [[ὅθεν]] τὰ δύο εὕρηνται ὡς μία [[λέξις]], Ὑμὴνυμέναιον ἀείδων, Ὀππ. Κυν. 1. 341.
|lstext='''ὑμέναιος''': [ῠ], ὁ, (Ὑμὴν) τὸ γαμήλιον ᾆσμα, ὃ ᾖδον αἰ τῆς νύμφης θεράπαιναι καὶ σύντροφοι ἄγουσαι αὐτὴν εἰς τοῦ νυμφίου τὸν οἶκον, νυμφικὸν ᾆσμα, νύμφας δ’ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων ἡγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ’ [[ὑμέναιος]] ὀρώρει, «διεγήγερτο πλείστη [[γαμήλιος]] ᾠδὴ» (Σχολ.), Ἰλ. Σ. 493, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 274, καὶ Τραγ.· ἐν τῷ πληθ., ὑμεναίων ἰαχὰ παμφώνων Πινδ. ΙΙ. 3. 30, Εὐρ. Ἄλκ. 922, κλπ.· Αἰολικ. Ὑμήνᾰος, Σαπφὼ 9. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) [[γάμος]], Σοφ. Ο. Τ. 422, Εὐρ. Ἴων 1475· καὶ ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀντ. 813, Εὐρ. Ι. Α. 123, κλπ. ΙΙ. = Ὑμήν, ὁ θεὸς τοῦ γάμου, εἰς ὃν ἀπετείνοντο τὰ γαμήλια ᾄσματα, Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι’ [[ἄναξ]] Εὐριπ. Τρῳ. 311. 314. Ὑμὴν ὦ Ὑμέναι’ [[αὐτόθι]] 381· Ὑμὴν Ὑμέναι’ ὦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1335 κἑξ.· Ὑμὴν ὦ, Ὑμέναι’ ὦ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1736, 1742· Δωρικ. Ὑμὰν ὦ Ὑμέναιε Θεόκρ. 18. 58, πρβλ. Catull. 61, 62· [[ὅθεν]] τὰ δύο εὕρηνται ὡς μία [[λέξις]], Ὑμὴνυμέναιον ἀείδων, Ὀππ. Κυν. 1. 341.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> hyménée, chant nuptial;<br /><b>2</b> hyménée, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμήν]].
}}
}}