Anonymous

ἔρδω: Difference between revisions

From LSJ
1,085 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρδω''': παρατ. ἔρδον Ἰλ. Λ. 707, Ἰων. ἔρδεσκον Ι. 540, Ἡρόδ. 7. 33: μέλλ. [[ἔρξω]] Ὀδ. Λ. 80, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1058, Σοφ. Φιλ. 1406· ἀόρ. ἔρξα Ὅμ., Ἡρόδ.· δὲν λαμβάνει δὲ αὔξησιν παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς (πιθ. πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἦρξα, ἀορίστου τοῦ ἄρχω), Αἰσχύλ. Θήβ. 924, πρβλ. Ἀγ. 1529 Δινδ.: πρκμ. [[ἔοργα]] Ὅμ., κλ.· γ΄ πληθ. ἔοργαν Βατραχομ. 179: ὑπερ. ἐώργειν, γ΄ ἑν. [[ἐώργει]] Ὀδ. Δ. 693, Ξ. 289· ἐόργεε Ἡρόδ. 1. 127: - τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἐλάμβανε τὴν δασεῖαν κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 329· καὶ [[συχνάκις]] οὕτω γράφεται ἐν τοῖς ἀντιγράφ., πρβλ. ποιητ. ἐν Πλάτ. Εὐθύφρ. 12Β (πρβλ [[ῥέζω]], [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] κατὰ μετάθεσιν ἐκ τοῦ [[ἔρδω]], καὶ ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. κελαινὸς 5· καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *[[ἔργω]]). Ποιητ. καὶ Ἰων. [[ῥῆμα]] [[πράττω]], ὅσσ’ ἔρξαν τ’ ἔπαθόν τε Ὀδ. Θ. 490· ἔρξον [[ὅπως]] ἐθέλεις Ἰλ. Δ. 37· ἔρξον, ὅπῃ... [[νόος]] ἔπλετο Χ. 185, πρβλ. Πινδ. Π. 8. 7, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1658, κτλ.· εἰ δέ κεν ὣς ἔρξῃς Ἰλ. Β. 364· εὖ ἔρξας Ε. 650· [[οὔτε]] εὖ ἔρδων [[οὔτε]] κακῶς Θέογν. 368: - συχνότερον μετ’ αἰτ., ἔρδειν μέγα [[ἔργον]], ἔργα βίαια Ὀδ. Β. 236, Τ. 92· ἔρδ. φίλα, ἐσθλά, πολλά, κτλ., Ὅμ.· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὃς δὴ πολλὰ κάκ’ ἀνθρώποισιν ἐώργειν Ὀδ. Ξ. 289· μὴ νυκτὶ... ἀποθύμια ἔρδοι Ἰλ. Ξ. 261, πρβλ. Μόσχ. 4. 93, Εὐρ. Μήδ. 1292· ἀλλ’ ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ. συχνότερον [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ὅ με [[πρότερος]] κάκ’ ἔοργε Ἰλ. Γ. 351, πρβλ. κακὰ πολλὰ ἔοργεν Τρῶας Ε. 175, πρβλ. Ι. 540 (536), Αἰσχύλ. Πέρσ. 236, κτλ.· ἀνήκεστον [[πάθος]] ἔρδ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 137· [[ὡσαύτως]], εὖ ἔρδειν τινὰ Θέογν. 105. 949, [[Σιμωνίδης]] π. γυναικ. 80, κτλ.· κακῶς Ἡρόδ. 6. 88, Εὐρ. Μήδ. 1302· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἔρδ. τινά, κακοποιεῖν, βλάπτειν τινά, Σοφ. Φιλ. 684· σπανίως [[μετὰ]] μόνου οὐσιαστ. ὡς ἀντικειμ., ἔρδ. πήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· προσωφέλησιν Σοφ. Φιλ. 1406· φάρμακα ἔρδειν, ποιεῖν μεγείας, Θεόκρ. 2. 15· ἔρδοι τις ἣν [[ἕκαστος]] εἰδείη τέχνην, «[[ἕκαστος]], φησίν, ἣν οἶδε τέχνην ἐργαζέσθω, καὶ [[ταῦτα]] δὲ ἐν ταῖς παροιμίαις φέρεται» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1431: - Παθ. ἐρδόμενον [[μέρος]], τὸ διδόμενον [[μερίδιον]], Πινδ. Ο. 8. 104. 2) τελῶ ἢ [[προσφέρω]] θυσίαν (ἴδε [[ῥέζω]]), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. (ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ.)· ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας Ἰλ. Β. 306· ἐρδ. ἱερὰ καλὰ Ἡσιόδ. Θεογν. 417· Διῒ θυσίας Ἡρόδ. 1. 131· σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230· καὶ ἐν τῷ Παθ., θυσίη ἐρδομένη ὦδε 4. 60: - [[ὡσαύτως]], ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. facere oprerari, ἔρδειν... ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 135.
|lstext='''ἔρδω''': παρατ. ἔρδον Ἰλ. Λ. 707, Ἰων. ἔρδεσκον Ι. 540, Ἡρόδ. 7. 33: μέλλ. [[ἔρξω]] Ὀδ. Λ. 80, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1058, Σοφ. Φιλ. 1406· ἀόρ. ἔρξα Ὅμ., Ἡρόδ.· δὲν λαμβάνει δὲ αὔξησιν παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς (πιθ. πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἦρξα, ἀορίστου τοῦ ἄρχω), Αἰσχύλ. Θήβ. 924, πρβλ. Ἀγ. 1529 Δινδ.: πρκμ. [[ἔοργα]] Ὅμ., κλ.· γ΄ πληθ. ἔοργαν Βατραχομ. 179: ὑπερ. ἐώργειν, γ΄ ἑν. [[ἐώργει]] Ὀδ. Δ. 693, Ξ. 289· ἐόργεε Ἡρόδ. 1. 127: - τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἐλάμβανε τὴν δασεῖαν κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 329· καὶ [[συχνάκις]] οὕτω γράφεται ἐν τοῖς ἀντιγράφ., πρβλ. ποιητ. ἐν Πλάτ. Εὐθύφρ. 12Β (πρβλ [[ῥέζω]], [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] κατὰ μετάθεσιν ἐκ τοῦ [[ἔρδω]], καὶ ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. κελαινὸς 5· καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *[[ἔργω]]). Ποιητ. καὶ Ἰων. [[ῥῆμα]] [[πράττω]], ὅσσ’ ἔρξαν τ’ ἔπαθόν τε Ὀδ. Θ. 490· ἔρξον [[ὅπως]] ἐθέλεις Ἰλ. Δ. 37· ἔρξον, ὅπῃ... [[νόος]] ἔπλετο Χ. 185, πρβλ. Πινδ. Π. 8. 7, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1658, κτλ.· εἰ δέ κεν ὣς ἔρξῃς Ἰλ. Β. 364· εὖ ἔρξας Ε. 650· [[οὔτε]] εὖ ἔρδων [[οὔτε]] κακῶς Θέογν. 368: - συχνότερον μετ’ αἰτ., ἔρδειν μέγα [[ἔργον]], ἔργα βίαια Ὀδ. Β. 236, Τ. 92· ἔρδ. φίλα, ἐσθλά, πολλά, κτλ., Ὅμ.· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὃς δὴ πολλὰ κάκ’ ἀνθρώποισιν ἐώργειν Ὀδ. Ξ. 289· μὴ νυκτὶ... ἀποθύμια ἔρδοι Ἰλ. Ξ. 261, πρβλ. Μόσχ. 4. 93, Εὐρ. Μήδ. 1292· ἀλλ’ ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ. συχνότερον [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ὅ με [[πρότερος]] κάκ’ ἔοργε Ἰλ. Γ. 351, πρβλ. κακὰ πολλὰ ἔοργεν Τρῶας Ε. 175, πρβλ. Ι. 540 (536), Αἰσχύλ. Πέρσ. 236, κτλ.· ἀνήκεστον [[πάθος]] ἔρδ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 137· [[ὡσαύτως]], εὖ ἔρδειν τινὰ Θέογν. 105. 949, [[Σιμωνίδης]] π. γυναικ. 80, κτλ.· κακῶς Ἡρόδ. 6. 88, Εὐρ. Μήδ. 1302· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἔρδ. τινά, κακοποιεῖν, βλάπτειν τινά, Σοφ. Φιλ. 684· σπανίως [[μετὰ]] μόνου οὐσιαστ. ὡς ἀντικειμ., ἔρδ. πήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· προσωφέλησιν Σοφ. Φιλ. 1406· φάρμακα ἔρδειν, ποιεῖν μεγείας, Θεόκρ. 2. 15· ἔρδοι τις ἣν [[ἕκαστος]] εἰδείη τέχνην, «[[ἕκαστος]], φησίν, ἣν οἶδε τέχνην ἐργαζέσθω, καὶ [[ταῦτα]] δὲ ἐν ταῖς παροιμίαις φέρεται» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1431: - Παθ. ἐρδόμενον [[μέρος]], τὸ διδόμενον [[μερίδιον]], Πινδ. Ο. 8. 104. 2) τελῶ ἢ [[προσφέρω]] θυσίαν (ἴδε [[ῥέζω]]), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. (ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ.)· ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας Ἰλ. Β. 306· ἐρδ. ἱερὰ καλὰ Ἡσιόδ. Θεογν. 417· Διῒ θυσίας Ἡρόδ. 1. 131· σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230· καὶ ἐν τῷ Παθ., θυσίη ἐρδομένη ὦδε 4. 60: - [[ὡσαύτως]], ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. facere oprerari, ἔρδειν... ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 135.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. ; les autres temps se rattachent à un verbe inus.</i> *[[ἔργω]], <i>f.</i> [[ἔρξω]], <i>ao.</i> [[ἔρξα]], <i>pf.2</i> [[ἔοργα]], <i>pqp.</i> [[ἐώργειν]];<br /><b>1</b> faire, accomplir : ὅσσ’ ἔρξαν τ’ ἔπαθόν [[τε]] OD tout ce qu’ils ont fait et tout ce qu’ils ont eu à subir ; ἔρξον [[ὅπως]] ἐθέλεις IL fais comme tu veux ; [[εὖ]] ἔρξας IL ayant bien agi ; ἔρδειν πολλὰ κακά τινι OD faire beaucoup de mal à qqn ; <i>d’ord.</i> τινά [[τι]], faire qch (du bien, du mal) à qqn ; [[εὖ]] ἔρδειν τινά, [[κακῶς]] ἔρδειν τινά, faire du bien, du mal à qqn;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> faire un sacrifice, sacrifier : ἔρδειν ἀθανάτοισι ἑκατόμβας IL sacrifier des hécatombes aux immortels;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἔρδομαι (<i>f.</i> [[ἔρξομαι]]) faire en sorte de réussir à, inf..<br />'''Étymologie:''' R. Ϝερδ, faire, cf. [[ῥέζω]].
}}
}}