3,277,649
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτῑμάζω''': μέλλ. -άσω καὶ ἀόρ. ἠτίμασα, Τραγ., Πλάτ., κτλ.: πρκμ. ἠτίμακα Πλάτ. Πολιτικ. 266D: - Παθ., πρκμ. ἠτίμασμαι, Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἠτιμάσθην Πινδ. Ἀποσπ. 100, Πλάτ.: μέλλ. ἀτιμασθήσομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, Σοφ. Ο. Τ. 1081. (ἄτιμος). Δὲν τιμῶ, δὲν ἔχω ἐν τιμῇ, καταφρονῶ, δεικνύω καταφρόνησιν, μετ’ αἰτ., ὁ Ὅμ. [[ἅπαξ]] ἐν Ἰλ. (Ι. 450, ἀτιμάζεσκε δ’ ἄκοιτιν), [[συχνάκις]] ἐν Ὀδ., τούσδε γ’ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον Ζ. 283· οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν Φ. 332, πρβλ. 427· οὕτω, ἀτ. τοκῆας Θέογν. 821· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1018, Εὐμ. 712, 917, κ. ἀλλ.· μή μ’ ἀτιμάσας γένῃ Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ., τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀτ. Φαίδων 107A, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σοφ. Αἴ. 1342: - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἔπη… ἃ νῦν σὺ τήνδ’ ἀτιμάζεις πόλιν; δι’ ὧν νῦν σὺ ἀτιμάζεις ταύτην τὴν πόλιν; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 340: - Παθ., [[ὑποφέρω]] ἀτιμίαν, [[ὄνειδος]], προσβολήν, ἀτιμάζομαι, [[πρός]] τινος Πινδ. Ἀποσπ. 89. 7, Ἡρόδ. 1. 61· οὐκ ἀτιμασθήσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1081· μετ’ οὐδ. πληθ., ἀνάξι’ ἠτιμασμένη Εὐρ. Ι. Α. 943, πρβλ. Δημ. 538. 24. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἀνάξιόν τινος, μή μ’ ἀτιμάσῃς λόγου Αἰσχὐλ. Πρ. 783· μή μ’ ἀτιμάσῃς... ὧν σε [[προστρέπω]] φράσαι = τούτων ἅ σε πρ. φρ., Σοφ. Ο. Κ. 49, πρβλ. Ἀντ. 22 3) μετ’ ἀπαρεμ., ὦ θάνατε παιάν, μή μ’ ἀτιμάσῃς [[μολεῖν]], μή με θεωρήσῃς ἀνάξιον τῆς ἐπισκέψεώς σου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244: πληρέστερον, [[μήτοι]], [[κασιγνήτη]], μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ’ ἁγνίσαι, μή, [[ἀδελφή]] μου, μή με θεωρήσῃς ἀναξίαν νὰ συναποθάνω [[μετὰ]] σοῦ καὶ τὸν ἀποθανόντα νὰ ἁγνίσω, Σοφ. Ἀντ. 544· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν, οὐκ ἀτιμάσω θεούς, [[ὥστε]] μὴ προσειπεῖν αὐτούς, δὲν θὰ ὀλιγωρήσω νὰ προσενέγκω αὐτοῖς τὰς πρεπούσας τιμάς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 608, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 182C. ΙΙ. = [[ἀτιμόω]], ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20, πρβλ. Θουκ. 3. 42, [[ἔνθα]] ἀπὸ τῆς μιᾶς σημασίας γίνεται [[μετάπτωσις]] εἰς τὴν [[ἄλλην]], Δίων Κ. 38. 13. - Πρὸ πάντων παρὰ ποιηταῖς· πρβλ. [[ἀτιμάω]], -όω. | |lstext='''ἀτῑμάζω''': μέλλ. -άσω καὶ ἀόρ. ἠτίμασα, Τραγ., Πλάτ., κτλ.: πρκμ. ἠτίμακα Πλάτ. Πολιτικ. 266D: - Παθ., πρκμ. ἠτίμασμαι, Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἠτιμάσθην Πινδ. Ἀποσπ. 100, Πλάτ.: μέλλ. ἀτιμασθήσομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, Σοφ. Ο. Τ. 1081. (ἄτιμος). Δὲν τιμῶ, δὲν ἔχω ἐν τιμῇ, καταφρονῶ, δεικνύω καταφρόνησιν, μετ’ αἰτ., ὁ Ὅμ. [[ἅπαξ]] ἐν Ἰλ. (Ι. 450, ἀτιμάζεσκε δ’ ἄκοιτιν), [[συχνάκις]] ἐν Ὀδ., τούσδε γ’ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον Ζ. 283· οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν Φ. 332, πρβλ. 427· οὕτω, ἀτ. τοκῆας Θέογν. 821· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1018, Εὐμ. 712, 917, κ. ἀλλ.· μή μ’ ἀτιμάσας γένῃ Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ., τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀτ. Φαίδων 107A, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σοφ. Αἴ. 1342: - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἔπη… ἃ νῦν σὺ τήνδ’ ἀτιμάζεις πόλιν; δι’ ὧν νῦν σὺ ἀτιμάζεις ταύτην τὴν πόλιν; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 340: - Παθ., [[ὑποφέρω]] ἀτιμίαν, [[ὄνειδος]], προσβολήν, ἀτιμάζομαι, [[πρός]] τινος Πινδ. Ἀποσπ. 89. 7, Ἡρόδ. 1. 61· οὐκ ἀτιμασθήσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1081· μετ’ οὐδ. πληθ., ἀνάξι’ ἠτιμασμένη Εὐρ. Ι. Α. 943, πρβλ. Δημ. 538. 24. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἀνάξιόν τινος, μή μ’ ἀτιμάσῃς λόγου Αἰσχὐλ. Πρ. 783· μή μ’ ἀτιμάσῃς... ὧν σε [[προστρέπω]] φράσαι = τούτων ἅ σε πρ. φρ., Σοφ. Ο. Κ. 49, πρβλ. Ἀντ. 22 3) μετ’ ἀπαρεμ., ὦ θάνατε παιάν, μή μ’ ἀτιμάσῃς [[μολεῖν]], μή με θεωρήσῃς ἀνάξιον τῆς ἐπισκέψεώς σου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244: πληρέστερον, [[μήτοι]], [[κασιγνήτη]], μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ’ ἁγνίσαι, μή, [[ἀδελφή]] μου, μή με θεωρήσῃς ἀναξίαν νὰ συναποθάνω [[μετὰ]] σοῦ καὶ τὸν ἀποθανόντα νὰ ἁγνίσω, Σοφ. Ἀντ. 544· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν, οὐκ ἀτιμάσω θεούς, [[ὥστε]] μὴ προσειπεῖν αὐτούς, δὲν θὰ ὀλιγωρήσω νὰ προσενέγκω αὐτοῖς τὰς πρεπούσας τιμάς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 608, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 182C. ΙΙ. = [[ἀτιμόω]], ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20, πρβλ. Θουκ. 3. 42, [[ἔνθα]] ἀπὸ τῆς μιᾶς σημασίας γίνεται [[μετάπτωσις]] εἰς τὴν [[ἄλλην]], Δίων Κ. 38. 13. - Πρὸ πάντων παρὰ ποιηταῖς· πρβλ. [[ἀτιμάω]], -όω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀτιμάσω, <i>ao.</i> ἠτίμασα, <i>pf.</i> ἠτίμακα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀτιμασθήσομαι, <i>ao.</i> ἠτιμάσθην, <i>pf.</i> ἠτίμασμαι;<br /><b>I. 1</b> déshonorer, acc.;<br /><b>2</b> frapper d’une peine infamante;<br /><b>II.</b> mépriser, traiter avec dédain, acc. ; <i>avec</i> double acc. ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν SOPH les paroles méprisantes que tu prononces sur la cité;<br /><b>III.</b> juger indigne : τινά τινος qqn de qch ; [[μή]] μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ [[οὐ]] [[θανεῖν]] [[σύν]] [[σοι]] SOPH ne me juge pas indigne de mourir avec toi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]]. | |||
}} | }} |