Anonymous

αὔτως: Difference between revisions

From LSJ
2,051 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔτως''': ἐπίρρ. 1) κατὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν τρόπον, οὕτω [[μάλιστα]], ὡς ἔχει τὸ πράγμα, κτενεῖ δέ με γυμνὸν ἐόντα, [[αὔτως]] ― ὤστε γυναῖκα, θὰ μὲ φονεύσῃ δὲ ἄοπλον [[ὄντα]] ἀκριβῶς ὡς ἐὰν [[ἤμην]] [[γυνή]], Ἰλ. Χ. 125· [[αὔτως]] ὅπωσπερ… Σοφ. Αἴ. 1179· [[αὔτως]] ὡς..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 890. 2) [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ περιφρονητικῆς ἐννοίας, ἀκριβῶς οὕτω, οὕτω δέ, οὐχὶ καλλίτερα, τί σὺ κήδεαι [[αὔτως]] ἀνδρῶν, διατὶ δὲν λαμβάνεις καλλιτέραν πρόνοιαν, Ἰλ. Ζ. 55 (Spitzn. [[οὕτως]], ὡς ἐν Β. 342)· οἴχεται [[αὔτως]], ἀπῆλθεν [[ὅπως]] ἤθελεν, Ὀδ. Δ. 665· [[συχνάκις]] συνεκφέρεται [[μετὰ]] λέξεων περιφρόνησιν δηλουσῶν, πάϊς δ’ ἔτι [[νήπιος]] [[αὔτως]], ἐντελῶς [[βρέφος]], Ἰλ. Ω. 726 (ἀλλ’ ἐν Ζ. 400 ἡ αὐτὴ [[φράσις]] σημαίνει ἀγάπην, στοργήν)· οὕτω, μὰψ [[αὔτως]] Υ. 348· ἀνεμώλιον [[αὔτως]] Φ. 474· [[αὔως]] [[ἄχθος]] ἀρούρης Ὀδ. Υ. 379, κτλ. ― Ἐντεῦθεν φαίνεται ὅτι παράγεται ὁ [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] (παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς δ’ [[αὔτως]]), ἀκριβῶς κατὰ τὸν [[ἴδιον]] τρόπον, συνήθως παρ’ Ἀττ., πρβλ. Stallb. Πλάτ. Φαίδωνα 102Ε· ἐν Σοφ. Τρ. 1040, ὧδ’ [[αὔτως]], ὥς μ’ ὤλεσεν. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀκριβῶς ὡς πρότερον [[ὅπως]] ἦτο, Ἰλ. Α. 133., Σ. 338, Ὁδ. Υ. 130· [[ὡσαύτως]] τῇ προσθήκῃ τοῦ ἔτι, λευκὸν ἔτ' [[αὔτως]], λευκὸν [[εἰσέτι]] ὡς ὅτε ἦτο νέον, Ἰλ. Ψ. 268· ἔτι κεῖται [[αὔτως]] ἐν κλισίῃσι, ἔτι κεῖται [[ὅπως]] ἀκριβῶς ἦτο, Ω. 413· [[οὕτως]], ἡ δὲ καὶ αὕτως, καὶ [[καλῶς]] ἐχόντων τῶν πραγμάτων, Α. 520, Ε. 255. ΙΙΙ. εἰκῇ, [[ἁπλῶς]] καὶ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ἀγὼ οὐκ [[αὔτως]] μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκω Ὀδ. Ξ. 151· ἀλλὰ πολλὰ χωρία εἰς ἃ αὔτη ἡ [[σημασία]] ἀποδίδοται, δύνανται νὰ ὑπαχθῶσιν εἴς τινα τῶν προηγουμένων διαιρέσεων, ὡς ἐν Ἰλ. Π. 11., Σ. 584, κτλ. ― (Ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς λέξεως Ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι γραμμ. διαφωνοῦσιν ἂν ἔπρεπε νὰ γράφηται [[αὔτως]] (ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ οὖτος) = οὔτος, ἢ [[αὔτως]] (ἐκ τοῦ [[αὐτός]]), πρβλ. Ἀπολλώνιον ἐν Α. Β. 585, Ἐτυμ. Μ. 172. 34 [[μετὰ]] τοῦ Βουττμ. ἐν Λεξιλ. ἐν λ., Ἕρμανν. π. τῆς Ἀντων. αὐτὸς § 15. Ἡ τελεταία ἐν τῶν δύο φαίνεται ἡ πιθανωτέρα γνώμη. Ὁ τονισμός, [[αὔτως]] ἀντὶ αὐτῶς, καλεῖται Αἰολ.).
|lstext='''αὔτως''': ἐπίρρ. 1) κατὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν τρόπον, οὕτω [[μάλιστα]], ὡς ἔχει τὸ πράγμα, κτενεῖ δέ με γυμνὸν ἐόντα, [[αὔτως]] ― ὤστε γυναῖκα, θὰ μὲ φονεύσῃ δὲ ἄοπλον [[ὄντα]] ἀκριβῶς ὡς ἐὰν [[ἤμην]] [[γυνή]], Ἰλ. Χ. 125· [[αὔτως]] ὅπωσπερ… Σοφ. Αἴ. 1179· [[αὔτως]] ὡς..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 890. 2) [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ περιφρονητικῆς ἐννοίας, ἀκριβῶς οὕτω, οὕτω δέ, οὐχὶ καλλίτερα, τί σὺ κήδεαι [[αὔτως]] ἀνδρῶν, διατὶ δὲν λαμβάνεις καλλιτέραν πρόνοιαν, Ἰλ. Ζ. 55 (Spitzn. [[οὕτως]], ὡς ἐν Β. 342)· οἴχεται [[αὔτως]], ἀπῆλθεν [[ὅπως]] ἤθελεν, Ὀδ. Δ. 665· [[συχνάκις]] συνεκφέρεται [[μετὰ]] λέξεων περιφρόνησιν δηλουσῶν, πάϊς δ’ ἔτι [[νήπιος]] [[αὔτως]], ἐντελῶς [[βρέφος]], Ἰλ. Ω. 726 (ἀλλ’ ἐν Ζ. 400 ἡ αὐτὴ [[φράσις]] σημαίνει ἀγάπην, στοργήν)· οὕτω, μὰψ [[αὔτως]] Υ. 348· ἀνεμώλιον [[αὔτως]] Φ. 474· [[αὔως]] [[ἄχθος]] ἀρούρης Ὀδ. Υ. 379, κτλ. ― Ἐντεῦθεν φαίνεται ὅτι παράγεται ὁ [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] (παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς δ’ [[αὔτως]]), ἀκριβῶς κατὰ τὸν [[ἴδιον]] τρόπον, συνήθως παρ’ Ἀττ., πρβλ. Stallb. Πλάτ. Φαίδωνα 102Ε· ἐν Σοφ. Τρ. 1040, ὧδ’ [[αὔτως]], ὥς μ’ ὤλεσεν. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀκριβῶς ὡς πρότερον [[ὅπως]] ἦτο, Ἰλ. Α. 133., Σ. 338, Ὁδ. Υ. 130· [[ὡσαύτως]] τῇ προσθήκῃ τοῦ ἔτι, λευκὸν ἔτ' [[αὔτως]], λευκὸν [[εἰσέτι]] ὡς ὅτε ἦτο νέον, Ἰλ. Ψ. 268· ἔτι κεῖται [[αὔτως]] ἐν κλισίῃσι, ἔτι κεῖται [[ὅπως]] ἀκριβῶς ἦτο, Ω. 413· [[οὕτως]], ἡ δὲ καὶ αὕτως, καὶ [[καλῶς]] ἐχόντων τῶν πραγμάτων, Α. 520, Ε. 255. ΙΙΙ. εἰκῇ, [[ἁπλῶς]] καὶ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ἀγὼ οὐκ [[αὔτως]] μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκω Ὀδ. Ξ. 151· ἀλλὰ πολλὰ χωρία εἰς ἃ αὔτη ἡ [[σημασία]] ἀποδίδοται, δύνανται νὰ ὑπαχθῶσιν εἴς τινα τῶν προηγουμένων διαιρέσεων, ὡς ἐν Ἰλ. Π. 11., Σ. 584, κτλ. ― (Ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς λέξεως Ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι γραμμ. διαφωνοῦσιν ἂν ἔπρεπε νὰ γράφηται [[αὔτως]] (ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ οὖτος) = οὔτος, ἢ [[αὔτως]] (ἐκ τοῦ [[αὐτός]]), πρβλ. Ἀπολλώνιον ἐν Α. Β. 585, Ἐτυμ. Μ. 172. 34 [[μετὰ]] τοῦ Βουττμ. ἐν Λεξιλ. ἐν λ., Ἕρμανν. π. τῆς Ἀντων. αὐτὸς § 15. Ἡ τελεταία ἐν τῶν δύο φαίνεται ἡ πιθανωτέρα γνώμη. Ὁ τονισμός, [[αὔτως]] ἀντὶ αὐτῶς, καλεῖται Αἰολ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>qqf att.</i> [[αὕτως]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> ainsi même, de cette façon même, justement ainsi : [[αὔτως]]… [[ὥστε]] IL, [[αὔτως]]… [[ὅπωσπερ]] SOPH justement de même… que ; ὧδ’ [[αὔτως]] SOPH, ὣς δ’ [[αὔτως]] (<i>sel. d’autres</i> ὧς δ’ [[αὔτως]]) IL, OD ainsi même, justement ainsi;<br /><b>2</b> toujours de même, encore ainsi, comme auparavant, comme autrefois : λευκὸν ἔτ’ [[αὔτως]] IL encore aussi blanc (que lorsqu’il était neuf), <i>en parl. d’un chaudron</i> ; καὶ [[αὔτως]] IL toujours ainsi, sans cesser;<br /><b>3</b> <i>avec idée de restriction</i> ainsi (et pas plus) : [[αὔτως]] ἐπὶ τάφρον [[ἰών]] IL allant vers le fossé tel que tu es (sans armes) ; [[δίδωμι]] [[δέ]] [[σοι]] τόδ’ [[ἄεθλον]] [[αὔτως]] IL et je te donne ce prix sans autre effort pour que tu le gagnes, <i>càd</i> sans que tu combattes ; <i>en un sens de blâme</i> [[τί]] σὺ κήδεαι [[αὔτως]] [[ἀνδρῶν]] ; IL pourquoi prends-tu soin de ces hommes de cette façon ? <i>càd</i> pourquoi ne prends-tu pas plus de soin d’eux ?;<br /><b>4</b> <i>en mauv. part</i> comme cela, par à peu près : [[οὐκ]] [[αὔτως]] [[μυθήσομαι]], ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ OD et je ne parlerai point par à peu près <i>litt.</i> comme cela, mais j’affirmerai par serment ; ἔμ’ [[αὔτως]] ἧσθαι δευόμενον ; IL (veux-tu) que je reste, comme cela, dépossédé ? ἢ [[αὔτως]] κεῖται [[ἀκηδής]] ; OD <i>ou</i> bien reste-t-il là, comme cela, privé de soins ? <i>par suite synon. de</i> sans raison, vainement : [[αὔτως]] ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν IL nous nous querellons comme cela (<i>càd</i> vainement) en paroles ; <i>en ce sens qqf joint à un adv.</i> : μὰψ [[αὔτως]] IL comme cela, vainement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]].
}}
}}