3,277,121
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχίτων''': [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ [[ἄνευ]] χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ [[ἱμάτιον]], περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26. | |lstext='''ἀχίτων''': [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ [[ἄνευ]] χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ [[ἱμάτιον]], περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ωνος;<br />sans tunique, <i>càd</i> qui ne porte que l’ [[ἱμάτιον]].<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χιτών]]. | |||
}} | }} |