Anonymous

δεξιόομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεξιόομαι''': παρατ. ἐδεξιούμην, Ἐπ. γ΄ πληθ. δεξιόωνται Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 756, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος δεξιάομαι· μέλ. –ώσομαι Αἰσχύλ., Σοφ.· ἀόρ. ἐδεξιωσάμην Λυσ., Ξεν.: ἀποθ. ([[δεξιά]], [[δεξιός]]). Χαιρετίζω διὰ τῆς δεξιᾶς χειρός, [[ὑποδέχομαι]], [[ἀσπάζομαι]], (πρβλ. [[δείκνυμι]] ΙΙ), μετ’ αἰτ. προσ. Ἀριστοφ. Πλ. 753, Λυσίας 194. 11, Ξεν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., δεξιοῦσθαι θεοῖς, [[ἐγείρω]] τὴν δεξιὰν μου πρὸς τοὺς θεούς, [[χαιρετίζω]] ἢ τιμῶ αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 852· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δ. χερσὶ Ὕμν. Ὁμ. 5. 16· ἐπαίνοις Σοφ. Ἠλ. 976· δώροις Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, ἐν τέλ.· λόγοις χρηστοῖς Παυσ. 2. 16, 2: ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι, χαιρετίζοντές τινα διὰ πυκνῶν ποτηρίων, Εὐρ. Ρήσ. 419· ― ὁ Πλάτ. Πολ. 486B ἔχει ἀόρ. δεξιωθῆναι ἐπὶ παθ. σημασίας.
|lstext='''δεξιόομαι''': παρατ. ἐδεξιούμην, Ἐπ. γ΄ πληθ. δεξιόωνται Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 756, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος δεξιάομαι· μέλ. –ώσομαι Αἰσχύλ., Σοφ.· ἀόρ. ἐδεξιωσάμην Λυσ., Ξεν.: ἀποθ. ([[δεξιά]], [[δεξιός]]). Χαιρετίζω διὰ τῆς δεξιᾶς χειρός, [[ὑποδέχομαι]], [[ἀσπάζομαι]], (πρβλ. [[δείκνυμι]] ΙΙ), μετ’ αἰτ. προσ. Ἀριστοφ. Πλ. 753, Λυσίας 194. 11, Ξεν.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., δεξιοῦσθαι θεοῖς, [[ἐγείρω]] τὴν δεξιὰν μου πρὸς τοὺς θεούς, [[χαιρετίζω]] ἢ τιμῶ αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 852· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δ. χερσὶ Ὕμν. Ὁμ. 5. 16· ἐπαίνοις Σοφ. Ἠλ. 976· δώροις Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, ἐν τέλ.· λόγοις χρηστοῖς Παυσ. 2. 16, 2: ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι, χαιρετίζοντές τινα διὰ πυκνῶν ποτηρίων, Εὐρ. Ρήσ. 419· ― ὁ Πλάτ. Πολ. 486B ἔχει ἀόρ. δεξιωθῆναι ἐπὶ παθ. σημασίας.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἐδεξιούμην, <i>f.</i> δεξιώσομαι, <i>ao.</i> ἐδεξιωσάμην, <i>et, au sens Pass.</i> ἐδεξιώθην, <i>pf. inus.</i><br />tendre <i>ou</i> lever la main droite pour saluer <i>ou</i> pour prier, <i>d’où</i><br /><b>1</b> saluer <i>ou</i> accueillir amicalement : τινα qqn ; <i>p. ext.</i> accueillir à bras ouverts ; δ. στόματι LUC accueillir en embrassant ; δ. ἐπαίνοις SOPH accueillir avec des éloges;<br /><b>2</b> prier, invoquer ; honorer : θεοῖς ESCHL les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιά]].
}}
}}