Anonymous

ἐνοράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοράω''': Ἰων. -έω: μέλλ. ἐνόψομαι: ἀόρ. [[ἐνεῖδον]] (ὃν ἴδε): - [[βλέπω]], παρατηρῶ τι ἔν τινι προσώπῳ ἢ πράγματι, τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν (τὸ ἀφύλακτον) Θουκ. 3. 30, κτλ.˙ τι ἐν. τινι Ἡρόδ. 1. 89, Θουκ. 1. 95, πρβλ. Λυσ. 916. 7˙ ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα ἐνν. τὸ τυραννικὸν Ἡρόδ. 3. 53˙ μετ’ αἰτιατ. καὶ μετοχ. μέλλ. ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, ἔβλεπεν ὅτι [[ἐκδίκησις]] θὰ ἐπήρχετο, ὁ αὐτ. 1. 123, πρβλ. 170., 5. 36, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129: ἀλλὰ [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ μετοχ., [[ἐνορέω]] ὑμῖν οὐκ οἵοισίν τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Ἡρόδ. 8. 140. ΙΙ. [[ἐνατενίζω]] εἴς τινα ἤ τι, [[βλέπω]] τινὰ ἤ τι ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 27, Ἀριστ. Ἀποσπ. 148˙ δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισὶ Πλουτ. Ποπλ. 6, πρβλ. Παυσ. 4. 8, 2.
|lstext='''ἐνοράω''': Ἰων. -έω: μέλλ. ἐνόψομαι: ἀόρ. [[ἐνεῖδον]] (ὃν ἴδε): - [[βλέπω]], παρατηρῶ τι ἔν τινι προσώπῳ ἢ πράγματι, τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν (τὸ ἀφύλακτον) Θουκ. 3. 30, κτλ.˙ τι ἐν. τινι Ἡρόδ. 1. 89, Θουκ. 1. 95, πρβλ. Λυσ. 916. 7˙ ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα ἐνν. τὸ τυραννικὸν Ἡρόδ. 3. 53˙ μετ’ αἰτιατ. καὶ μετοχ. μέλλ. ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, ἔβλεπεν ὅτι [[ἐκδίκησις]] θὰ ἐπήρχετο, ὁ αὐτ. 1. 123, πρβλ. 170., 5. 36, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129: ἀλλὰ [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ μετοχ., [[ἐνορέω]] ὑμῖν οὐκ οἵοισίν τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Ἡρόδ. 8. 140. ΙΙ. [[ἐνατενίζω]] εἴς τινα ἤ τι, [[βλέπω]] τινὰ ἤ τι ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 27, Ἀριστ. Ἀποσπ. 148˙ δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισὶ Πλουτ. Ποπλ. 6, πρβλ. Παυσ. 4. 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐνεώρων, <i>f.</i> ἐνόψομαι, <i>ao.2</i> [[ἐνεῖδον]];<br /><b>1</b> voir dans <i>ou</i> sur, remarquer dans <i>ou</i> sur : ἔν τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί [[τι]] voir qch dans <i>ou</i> sur qqn <i>ou</i> qch : [[ἐνορέω]] <i>(ion.)</i> [[ὑμῖν]] [[οὐκ]] οἵοισί [[τε]] ἐσομένοισι πολεμέειν HDT je vois que vous ne serez pas en état de faire la guerre;<br /><b>2</b> regarder en face, fixer les yeux sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁράω]].
}}
}}